Ο μύθος της ελεύθερης αγοράς
Κάποιες αγορές φαίνονται ελεύθερες γιατί έχουμε αποδεχτεί τους κανονισμούς που τις διέπουν στον βαθμό που καθίστανται αόρατοι.
Σχετικά πρόσφατα κατάφερα να αποκτήσω ένα βιβλίο το οποίο έψαχνα καιρό, καθώς είναι εξαντλημένο από τον ελληνικό εκδοτικό οίκο (αν και έπειτα από σύντομο ψάξιμο που μόλις έκανα, φαίνεται να κυκλοφορούν ακόμη κάποια αντίτυπα). Λέγεται 23 αλήθειες που δεν μας λένε για τον καπιταλισμό (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2011) και συγγραφέας είναι ο Χα-Τζουν Τσανγκ (Ha-Joon Chang), ένας οικονομολόγος που αυτή την περίοδο εργάζεται ως καθηγητής στη Σχολή Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου.
Το βιβλίο του Τσανγκ δεν είναι κάτι που θα πρότεινα εύκολα, μου φάνηκε λιγάκι «στεγνό» και ακαδημαϊκό (σε σημείο που με κούρασε και για να χαλαρώσω ξεκίνησα ταυτόχρονα άλλα 2-3 🫣), αλλά όσα γράφει έχουν σίγουρα ενδιαφέρον. Μέσα από την ανάλυση και αποδόμηση 23 μύθων και ψευδαισθήσεων που αφορούν τον καπιταλισμό, παρέχει μια βαθύτερη κατανόηση του συστήματος και των ανεπαρκειών του. Η προσέγγιση του Τσανγκ είναι μια πνοή φρέσκου αέρα ανάμεσα στις επικρατούσες, αποκομμένες από την κοινωνική πραγματικότητα θεωρίες της ελεύθερης αγοράς. Μάλιστα, ο πρώτος μύθος με τον οποίο καταπιάνεται το βιβλίο είναι...
Ο μύθος της ελεύθερης αγοράς
Τι μας λένε
Οι αγορές πρέπει να είναι ελεύθερες. Μέσω της εν λόγω ελευθερίας οι αγορές αυτορρυθμίζονται. Το ελεύθερο εμπόριο και η ελάχιστη δυνατή (έως ανύπαρκτη) κρατική παρέμβαση είναι τα απαραίτητα συστατικά για να μπορέσουν οι αγορές να κάνουν τα μαγικά τους, δημιουργώντας οικονομική ανάπτυξη, θέσεις εργασίας και ευημερία για όλους. Όταν οι κυβερνήσεις χώνουν τη μύτη τους υπαγορεύοντας στους συμμετέχοντες τι μπορούν να κάνουν και τι όχι, παρεμποδίζεται η απρόσκοπτη λειτουργία των πλουτοπαραγωγικών πηγών. Αν οι άνθρωποι δεν μπορούν να ενεργήσουν προς την επίτευξη του μέγιστου δυνατού κέρδους, χάνουν το κίνητρο για επενδύσεις και καινοτομίες.
Τι δε μας λένε
Το 1819, μέσα στη δίνη της Βιομηχανικής Επανάστασης, το Βρετανικό Κοινοβούλιο ψήφισε έναν νόμο επαναστατικό και ρηξικέλευθο: Απαγόρευσε την εργασία παιδιών μέχρι εννέα ετών σε εργοστάσια βαμβακιού. Παιδιά μεταξύ δέκα και δεκαέξι χρόνων μπορούσαν να συνεχίζουν να εργάζονται, αλλά ο νόμος περιόριζε το ωράριο σε δώδεκα ώρες ημερησίως. Οριακά τα κακομάθαιναν.
Όπως συμβαίνει σχεδόν με οποιαδήποτε αλλαγή, ακόμη και αυτή η ρύθμιση που σήμερα θα τη θεωρούσαμε τουλάχιστον αυτονόητη, βρήκε έντονες αντιδράσεις από τους υποστηρικτές του status quo, δηλαδή από ορισμένα μέλη της Βουλής των Λόρδων, που αντέταξαν κάποια πολύ εύλογα επιχειρήματα: Η συγκεκριμένη ρύθμιση ερχόταν σε αντίθεση με την ίδια την έννοια της ελευθερίας της επιλογής! Τα παιδιά ήθελαν να εργαστούν και οι εργοδότες ήθελαν να τα προσλάβουν! Πού είναι το κακό σε αυτό;!
Ίσως αυτό το παράδειγμα σας φαίνεται ακραίο και ξεπερασμένο. Ίσως είναι κάπως τραβηγμένο να συζητάμε για σημερινά προβλήματα χρησιμοποιώντας παραδείγματα του πρώιμου καπιταλισμού του 19ου αιώνα. Και ίσως έχετε δίκιο. Το βιβλίο, όμως, παραθέτει κι άλλα παραδείγματα. Ένα από αυτά είναι οι περιβαλλοντικές ρυθμίσεις. Όταν τέθηκαν οι πρώτες από αυτές (κανονισμοί για ρύπους αυτοκινήτων και εργοστασίων) πριν από μερικές δεκαετίες, πολλοί αντιτάχθηκαν υποστηρίζοντας ότι περιόριζαν υπέρμετρα την ελευθερία επιλογής. Αν οι άνθρωποι θέλουν να οδηγούν αυτοκίνητα που ρυπαίνουν περισσότερο ή αν τα εργοστάσια έχουν μεγαλύτερα κέρδη υιοθετώντας μεθόδους παραγωγής που μολύνουν το περιβάλλον, για ποιον λόγο το κράτος τούς στερεί αυτή την επιλογή; Ίσως θυμάστε πως τα ίδια ή παρόμοια επιχειρήματα διατυπώθηκαν και από τους υποστηρικτές του καπνίσματος σε κλειστούς χώρους - κάτι που στην Ελλάδα ακόμη δυσκολευόμαστε να απαγορεύσουμε. Γιατί δεν αφήνεται στον ιδιοκτήτη της επιχείρησης να αποφασίσει εάν το μαγαζί του θα είναι για καπνιστές ή όχι; Δεν καταπατάται η ελευθερία της αγοράς μέσω αυτής της αυταρχικής κρατικής παρέμβασης;
Σήμερα μας φαίνεται λογικό να υπάρχουν ειδικοί κανονισμοί για περιορισμό των πράξεων που βλάπτουν τους άλλους, όσο ακούσιες και αν είναι. Άλλα, πιο πρόσφατα και πιο σύγχρονα, παραδείγματα παρέμβασης στην αγορά, μπορούμε να βρούμε σχεδόν παντού: Η Ευρωπαϊκή Ένωση θέτει δασμούς στα κινεζικά ηλεκτρικά οχήματα για να προστατεύσει την αυτοκινητοβιομηχανία των χωρών της (καλή η ελεύθερη αγορά, αλλά μόνο όταν έχει να κάνει με εμάς), ενώ στην Αμερική η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν έλεγε ξεκάθαρα πως σκοπός της είναι η χώρα να ξεπεράσει τον σκόπελο της παγκοσμιοποίησης -το ελεύθερο εμπόριο και την εξάρτηση από τις αγορές- και να την αντικαταστήσει με μια «εργατοκεντρική» πολιτική που θα υποστηρίξει και θα ελαφρύνει τα μεσαία στρώματα.
Σε μια άλλη χαρακτηριστική περίπτωση, το 2008, η τότε αμερικανική (συντηρητική) κυβέρνηση, διέθεσε τουλάχιστον 475 δις δολάρια από τα λεφτά των φορολογουμένων για να διασώσει χρεοκοπημένες χρηματοοικονομικές εταιρείες και να αγοράσει τα «τοξικά ομόλογα» που θα προκαλούσαν την κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ο πρόεδρος Μπους είχε ισχυριστεί πως λειτουργεί καθόλα μέσα στα πλαίσια της ελεύθερης αγοράς, μέσα στα οποία προβλέπεται το κράτος να παρεμβαίνει «μόνο όταν είναι ανάγκη».
Ποιος καθορίζει πότε είναι ανάγκη; Τα ίδια τα κράτη και οι κυβερνήσεις. Η ρύθμιση της αγοράς, λοιπόν, και ο βαθμός που ένας κράτος θα παρέμβει σε αυτή, είναι μια απόφαση πολιτική. Οι νεοφιλελεύθεροι υποστηρικτές της «ελεύθερης αγοράς» προσπαθούν να υποστηρίξουν ότι τα ορθά όρια της αγοράς είναι επιστημονικά καθορισμένα, κάπως σαν τους νόμους της κίνησης του Νεύτωνα. Θεωρούν τα οικονομικά «σκληρή επιστήμη», συγκρίσιμα με τη φυσική και τα μαθηματικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η δήλωση του Λόρενς Σάμερς το 1991, όταν ήταν επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας
Διαδώστε την αλήθεια - οι νόμοι της οικονομίας είναι σαν τους νόμους της μηχανικής. Το ίδιο σύνολο νόμων λειτουργεί παντού.
Η «ελευθερία» της αγοράς είναι όπως και η ομορφιά: υποκειμενική. Αν κάποιος πιστεύει ότι το δικαίωμα των παιδιών να μην εργάζονται είναι πιο σημαντικό από το δικαίωμα των εργοστασιαρχών να προσλαμβάνουν όποιον τους συμφέρει περισσότερο, δε θα εκλάβει την απαγόρευση της παιδικής εργασίας ως καταπάτηση της ελευθερίας της αγοράς εργασίας. Αν πιστεύει το αντίθετο, θα θεωρήσει ότι η αγορά είναι «ανελεύθερη», δέσμια άστοχων κυβερνητικών ρυθμίσεων.
Αν η ίδια αγορά μπορεί να εκλαμβάνεται ως ελεύθερη σε διαφορετικό βαθμό από διαφορετικούς ανθρώπους, δεν υπάρχει κάποιος πραγματικά αντικειμενικός τρόπος καθορισμού του πόσο ελεύθερη είναι. Η ελευθερία της αγοράς είναι μια ψευδαίσθηση, λέει ο Τσανγκ. Αν κάποιες αγορές φαίνονται ελεύθερες, είναι γιατί έχουμε αποδεχτεί σε τέτοιο βαθμό τους κανονισμούς που τις διέπουν, ώστε καθίστανται αόρατοι.
Η ιστορία του καπιταλισμού, λέει σε ένα άλλο σημείο του βιβλίου, είναι μια συνεχής διαμάχη για τα όρια της αγοράς. Ο Χα-Τζουν Τσανγκ μέσα από τη δουλειά του προσπαθεί να προωθήσει μια εναλλακτική μορφή του καπιταλισμού, μία που, κατά τη γνώμη του, θα δουλεύει καλύτερα και πιο δίκαια. Το 23 αλήθειες που δε μας λένε για τον καπιταλισμό κυκλοφόρησε το 2011, περίπου μία δεκαετία πριν από την πανδημία της COVID-19, που προσωπικά θεωρώ πως φανέρωσε με τον πλέον παραστατικό τρόπο τις ανεπάρκειες του συγκεκριμένου συστήματος. Υπάρχει, άραγε, χώρος για τις βελτιώσεις που οραματίζεται ο Τσανγκ; Ή μήπως απλώς προσπαθούμε μάταια να καθυστερήσουμε την εκκωφαντική πτώση ενός συστήματος που πλέον φαίνεται να μην εξυπηρετεί την πλειονότητα της ανθρωπότητας αλλά μόλις ένα μικρό μέρος της;
Η Καθημερινή Φυσική συνεχίζει να υπάρχει γιατί άνθρωποι σαν κι εσάς την υποστηρίζουν. Εάν βρίσκετε τη δουλειά μας αξιόλογη παρακαλώ σκεφτείτε το ενδεχόμενο να την υποστηρίξετε στο Patreon ή αναβαθμίζοντας τη συνδρομή σας.
Keep reading with a 7-day free trial
Subscribe to Καθημερινή Φυσική to keep reading this post and get 7 days of free access to the full post archives.