Αυτό το γράμμα είναι δωρεάν, αλλά είναι σε θέση να παραμένει έτσι μόνο χάρη στην υποστήριξη που λαμβάνω από ένα μικρό ποσοστό τακτικών αναγνωστών. Εάν βρίσκετε τη δουλειά μου αξιόλογη παρακαλώ σκεφτείτε το ενδεχόμενο να την υποστηρίξετε στο Patreon ή αναβαθμίζοντας τη συνδρομή σας με το παρακάτω κουμπί.
Πριν από έναν χρόνο και κάτι ψιλά, τον Μάιο του 2023, κλήθηκα να δώσω μια ομιλία στα πλαίσια του τοπικού TEDx Mavili Square. Για τις ανάγκες της εκδήλωσης μού ζητήθηκε να στείλω ένα σύντομο βιογραφικό. Τώρα, στη λίστα με τις αγαπημένες μου ασχολίες, το να μιλάω για τον εαυτό μου και να προσπαθώ να εξηγήσω τι κάνω σε ένα κοινό που ενδεχομένως δε με γνωρίζει, είναι λίγο πιο πάνω από το να ακούω κάποιον να μου εξηγεί γιατί τα εμβόλια κατά της COVID-19 έχουν αποδεδειγμένα αποτύχει.
Δυσκολεύομαι να εξηγήσω τι κάνω γιατί δεν είμαι σίγουρος πώς πρέπει να το περιγράψω. Κάποιες φορές λέω πως είμαι Φυσικός και όταν η επόμενη λογική ερώτηση είναι «Α, άρα κάνεις μαθήματα;», αναλόγως τη διάθεσή μου εκείνη τη στιγμή μπορεί να απαντήσω «Ναι, κάνω» - παρόλο που κάτι τέτοιο μπορεί να μην ισχύει τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Αν απαντήσω «Όχι», στη συνέχεια πρέπει κάπως να το αιτιολογήσω - εκτός κι αν θέλω να κάνω ακόμα πιο άβολη την κατάσταση και μετά το «Όχι» απλά να μείνω να κοιτάω τον συνομιλητή μου αμίλητος βαθιά μέσα στην ψυχή του. Δεν το προτείνω αν θέλετε να κάνετε φίλους.
Έτσι, καμιά φορά απαντάω πως είμαι επικοινωνός της επιστήμης, το οποίο είναι μια απόπειρα μετάφρασης του αγγλικού science communicator, με όχι ιδιαίτερη επιτυχία θα έλεγα γιατί όποτε αυτοχαρακτηρίζομαι έτσι δεν είναι καθόλου σαφές και βοηθητικό και πάντοτε χρειάζεται περαιτέρω διευκρινίσεις. Οπότε, συνεχίζω, δημιουργώ περιεχόμενο για το διαδίκτυο, κατά βάση βίντεο στο YouTube, μέσα από τα οποία μιλάω για έννοιες της φυσικής, της επιστήμης ή οτιδήποτε άλλο βρίσκω ενδιαφέρον.
Περιεχόμενο; Τι φρούτο είναι πάλι τούτο;
Στο σύντομο βιογραφικό που έστειλα στα παιδιά του TEDx, λοιπόν, περιέγραψα τον εαυτό μου ως δημιουργό περιεχομένου. Και αυτό είναι κάτι πολύ ενδιαφέρον. Πριν το διαδίκτυο το «περιεχόμενο» δεν ήταν κάτι αυθύπαρκτο, κάτι που μπορούσε να σταθεί από μόνο του. Μιλούσαμε, για παράδειγμα, για το περιεχόμενο ενός δοχείου. Ενός τάπερ ας πούμε. Το «περιεχόμενο», με την έννοια που χρησιμοποιείται στο σύγχρονο πλαίσιο, είναι ένας καινούργιος όρος που έχει ενταχθεί στο λεξιλόγιό μας πολύ πρόσφατα. Η Wikipedia το περιγράφει ως εξής:
Περιεχόμενο είναι το υλικό που οι άνθρωποι συνεισφέρουν στον διαδικτυακό κόσμο.
Και τι περιλαμβάνει αυτό το υλικό; Γραπτό λόγο, ζωγραφική, φωτογραφία, βιντεογραφία, μουσική, θέατρο, χορό. Θυμάστε πώς χαρακτηρίζαμε όλες αυτές τις δραστηριότητες πριν την ευρύτατη διάδοση του ίντερνετ και των κοινωνικών δικτύων; Τέχνες. Τα λέγαμε τέχνες.
Τώρα, δεν είναι σκοπός μου να ξεκινήσω μια συζήτηση για το τι είναι τέχνη και αν ένα βίντεο 30 δευτερολέπτων στο TikTok μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοιο. Για χάρη της συζήτησης, ας υιοθετήσουμε έναν πάρα πολύ ευρύ ορισμό, ο οποίος λέει πως τέχνη είναι το αποτέλεσμα της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Υπό αυτό το πρίσμα, οτιδήποτε δεν υπήρχε προηγουμένως και κάποιος ή κάποια χρειάστηκε να το δημιουργήσει, συνδέοντας ορισμένες ιδέες με έναν μοναδικό και πρωτότυπο τρόπο, θεωρητικά είναι τέχνη. Δεν είναι απαραίτητα καλή τέχνη αλλά είναι τέχνη.
Η τέχνη, λοιπόν, είναι ένα όχημα που οι άνθρωποι χρησιμοποιούν για να εκφράσουν τις ιδέες, τα συναισθήματα και τις εμπειρίες τους. Είναι ένα εγγενές χαρακτηριστικό της εμπειρίας του να είσαι άνθρωπος και αν δε με πιστεύετε, δείτε αυτές τις ζωγραφιές που οι παλαιολιθικοί άνθρωποι σχεδίασαν στους τοίχους των σπηλαίων πριν από περίπου 30.000 χρόνια.
Η τέχνη -η ζωγραφική στην προκειμένη περίπτωση- είναι πιο παλιά και από τη γραφή, η οποία εφευρέθηκε πολύ αργότερα και στην αρχή η χρήση της αφορούσε τη λογιστική καταγραφή αποθεμάτων.
Τέχνηε και καλλιτέχνηες
Η επιβίωση ενός καλλιτέχνη ήταν πάντοτε μια πονεμένη ιστορία - ειδικά ενός παλαιολιθικού καλλιτέχνη αλλά πιθανόν για διαφορετικούς λόγους (ξέρετε, αρκούδες, αρρώστιες και τα σχετικά). Εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, που αποτελούν τις εξαιρέσεις και όχι τον κανόνα, οι περισσότεροι άνθρωποι που ασχολήθηκαν με την τέχνη δεν μπόρεσαν να βιοποριστούν από αυτή. Τις περισσότερες φορές κάνουν παράλληλα και μια άλλη, κανονική δουλειά, ή κάποια στιγμή στη ζωή τους απλώς το παίρνουν απόφαση και ασχολούνται με την τέχνη αποκλειστικά ως χόμπι. Το οποίο, για να είμαι ειλικρινής, μου φαινόταν πάντα κάπως οξύμωρο. Ως κοινωνία, έχουμε την τέχνη στη μέγιστη δυνατή εκτίμηση. Ένα σημαντικό ποσοστό των ελεύθερων ωρών μας το αφιερώνουμε στις τέχνες, ακούγοντας μουσική, παρακολουθώντας κινηματογράφο, διαβάζοντας βιβλία και συμμετέχοντας σε θεατρικές παραστάσεις. Παρά την εκτίμηση που έχουμε στις τέχνες και το πόσο απαραίτητες φαίνεται να είναι για την κοινωνική συνοχή, δεν κάνουμε και πολλά πράγματα για να διαφυλάξουμε την ύπαρξή τους. Για να μην πω ότι ενίοτε κάνουμε το ακριβώς αντίθετο. Εν πάση περιπτώσει, αυτή είναι μια ελαφρώς διαφορετική συζήτηση.
Αν σήμερα είναι δύσκολο να είσαι καλλιτέχνης, φανταστείτε πως πρέπει να ήταν στο παρελθόν. Κατά την Αναγέννηση, για παράδειγμα, πολλοί καλλιτέχνες, χωρίς υπερβολή, υιοθετούνταν από κοινωνικά και οικονομικά ισχυρούς ανθρώπους, τους λεγόμενους πάτρονες, που χρηματοδοτούσαν την τέχνη τους. Κάποιος άλλος, δηλαδή, τους εξασφάλιζε φαγητό και στέγη ώστε να μπορούν να δημιουργήσουν χωρίς να τους απασχολεί η επιβίωσή τους. Πολλά από τα διασημότερα έργα τέχνης που αναγνωρίζουμε σήμερα, ο Δαβίδ του Μικελάντζελο και η Μόνα Λίζα του Ντα Βίντσι για παράδειγμα, δημιουργήθηκαν ως παραγγελίες από ισχυρούς ανθρώπους.
Έχουμε λοιπόν μια εξίσωση με παράγοντες τον καλλιτέχνη, τον πάτρονα και την τέχνη. Ο καλλιτέχνης δε χρειάζεται μεν τον πάτρονα για να δημιουργήσει, τον χρειάζεται όμως αν θέλει να τρώει κιόλας ενώ δημιουργεί. Κάτι παράλογες απαιτήσεις που έχουν οι άνθρωποι!
Τέχνηε και διαδίκτυο
Αιώνες έχουν περάσει βέβαια από τότε και πολλά πράγματα έχουν αλλάξει. Η ανθρωπότητα εφηύρε την τυπογραφία, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και μαζί με αυτά τη δυνατότητα της άμεσης μετάδοσης ενός μηνύματος σε αριθμούς δεκτών που μέχρι πριν κάποια χρόνια θεωρούνταν αδιανόητοι. Ίσως όμως αυτό που συντάραξε συθέμελα τον τρόπο που η τέχνη παράγεται και διακινείται ήταν το διαδίκτυο. Το διαδίκτυο πυροδότησε μια τεράστια εκδημοκράτιση της τέχνης γιατί (φαινομενικά) αφαίρεσε τον μεσάζοντα από την εξίσωση. Αν ήσουν μουσικός, δε χρειαζόσουν πια να υπογράψεις κάποιο, κατά πάσα πιθανότητα καταχρηστικό συμβόλαιο με μια δισκογραφική, ώστε η μουσική σου να φτάσει στα αυτιά των ανθρώπων. Ομοίως, αν ήσουν ζωγράφος ή σκιτσογράφος, δεν ήταν απαραίτητο να έχεις τις κατάλληλες διασυνδέσεις ώστε τα δημιουργήματά σου να εκτεθούν σε μια γκαλερί. Μπορούσες να κάνεις το ίδιο στη δική σου γωνία του ίντερνετ. Πολύς κόσμος έτσι σταμάτησε να είναι παθητικός δέκτης της τέχνης και άρχισε να την παράγει και ο ίδιος. Και όλο αυτό ερχόταν με ένα περιτύλιγμα ελπίδας και μια υπόσχεση επιτυχίας. Αν ήσουν αρκετά καλός, λιγάκι τυχερός και δούλευες σκληρά, μπορούσες να τα καταφέρεις. Αν αυτό σας θυμίζει κάτι, είναι η εκδοχή του Αμερικανικού Ονείρου για τους millennial.
Το διαδίκτυο, λοιπόν, έφερε μια έκρηξη δημιουργικότητας. Ποτέ άλλοτε τόσοι πολλοί άνθρωποι δεν κατάφερναν να βιοπορίζονται μέσα από τη δημιουργικότητά τους. Όσο περνούσαν τα χρόνια όμως και όλο και περισσότεροι άνθρωποι μεταφόρτωναν τους καρπούς της δημιουργικότητάς τους στο διαδίκτυο, αυτό με τη σειρά του μεγεθυνόταν. Άρχιζε να μοιάζει με μια βιβλιοθήκη με δισεκατομμύρια βιβλία, από τα οποία εσύ μπορεί να έχεις γράψει το ένα. Η πιθανότητα ο κόσμος να επιλέξει ένα βιβλίο και αυτό να είναι το δικό σου δεν ήταν ακριβώς με το μέρος σου. Ο μεσάζοντας στην προηγούμενη εξίσωση που είδαμε δεν ήταν απλώς ο διανεμητής του υλικού, ήταν και αυτός που το προωθούσε στους κατάλληλους ανθρώπους που πιθανόν να το βρουν ενδιαφέρον.
Τέχνηε και κοινωνικά δίκτυα
Έρχονται λοιπόν σε κάποιο σημείο της ιστορίας τα κοινωνικά δίκτυα και σου λένε: «Σου παρέχουμε τη δυνατότητα να δημιουργήσεις ένα δίκτυο ανθρώπων, ξεκινώντας από τους φίλους και τους συγγενείς σου, και να μοιράζεσαι πράγματα μαζί τους. Αναλαμβάνουμε τη φιλοξενία της δουλειάς σου και το μόνο που ζητάμε από εσένα είναι να δημιουργείς πράγματα που θα περιέχουμε στην πλατφόρμα μας. Μη σε απασχολούν τα χρήματα. Δε χρειάζεται να πληρώσεις ούτε εσύ, ο δημιουργός, ούτε οι χρήστες για την υπηρεσία μας. Όλα θα είναι δωρεάν. Τα έσοδά μας θα προέρχονται από τις διαφημίσεις που θα προβάλλουμε στους χρήστες».
Αυτό, με μια πρώτη ματιά, ακούγεται αρκετά δίκαιο. Και ίσως, σε μια περισσότερο ρομαντική και αθώα εποχή, να ξεκίνησε έτσι. Ήταν τότε, το μακρινό 2000, που το motto της Google ήταν Don't be evil. Τότε που ο Στιβ Τζομπς οραματιζόταν πως οι υπολογιστές θα είναι σαν ποδήλατα για το μυαλό μας. Οι καλλιτέχνες, οι οποίοι είχαν αρχίσει πια να ανήκουν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο δημιουργών, ήθελαν η δουλειά τους να φτάσει σε ανθρώπους που πιθανόν να τη βρουν ενδιαφέρουσα. Οι χρήστες ήθελαν να έρθουν σε επαφή με την τέχνη, η οποία με τη σειρά της είχε αρχίσει να ανήκει σε ένα ευρύτερο πλαίσιο περιεχομένου. Και η εκάστοτε πλατφόρμα πραγματοποιούσε αυτό το προξενιό. Παρείχε την υπηρεσία του μεσάζοντα χωρίς τα μειονεκτήματα μιας δέσμευσης.
Μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα όμως (τι, νομίζατε πώς η τέχνη θα τη γλίτωνε;) που οι ιδιωτικές εταιρείες πρέπει συνεχώς να εξελίσσονται και να φέρνουν περισσότερα κέρδη και περισσότερα κέρδη για να μην καταρρεύσουν, ήταν αναμενόμενο κάποια στιγμή τα πράγματα να πάρουν μια διαφορετική πορεία. Εφόσον τα έσοδα της εκάστοτε πλατφόρμας προέρχονται από τις διαφημίσεις, πρωταρχικός τους στόχος είναι να μεγιστοποιήσουν τον χρόνο που οι χρήστες περνάνε στην πλατφόρμα. Όσο περισσότερο χρόνο περνάνε τόσο περισσότερες διαφημίσεις θα δουν. Και όταν έχεις εκατομμύρια, ή ακόμα και δισεκατομμύρια χρήστες στην πλατφόρμα σου, και ο κάθε χρήστης έχει συνδεθεί με εκατοντάδες άλλους χρήστες και σελίδες, το να εμφανίζεις το περιεχόμενο που δημοσιεύεται σε χρονολογική σειρά δεν είναι η βέλτιστη πρακτική εάν θέλεις να μεγιστοποιήσεις τον χρόνο που οι χρήστες περνάνε στην πλατφόρμα. Ειδικά όταν έχεις στη διάθεσή σου όλα αυτά τα λαχταριστά προσωπικά δεδομένα για τον καθένα: Σε ποια μέρη έχει πάει, τι χόμπι και ενδιαφέροντα έχει, ποιες είναι οι πολιτικές του πεποιθήσεις, τι φαγητό του αρέσει, ποιες είναι οι ένοχες απολαύσεις του και πολλά, πολλά ακόμα. Αλγόριθμοι, λοιπόν, που μελετούν τον κάθε χρήστη μεμονωμένα και υποθέτουν τι θα τον κρατήσει περισσότερη ώρα στην πλατφόρμα έκαναν την εμφάνισή τους. Από τη μεριά τους, οι πλατφόρμες υποστηρίζουν πως το βασικό κίνητρο για την εισαγωγή των αλγορίθμων είναι η καλύτερη δυνατή εμπειρία χρήσης αλλά νομίζω είναι πλέον σαφές πως αυτό δεν είναι το μοναδικό.
Πού βαδίζουμε κύριοι;
Τώρα, ποιο είναι το πρόβλημα με όλο αυτό. Αρχικά, προκύπτει το θέμα της ενημέρωσης. 78% των Ελλήνων διαθέτουν πρόσβαση στο διαδίκτυο. Από αυτούς, οι κάτω των 35 σε ένα ποσοστό 68% είτε ενημερώνονται μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα, είτε βρίσκουν τις ειδήσεις μέσω μηχανών αναζήτησης. Για τους μεγαλύτερους των 35, το ποσοστό αυτό είναι 51%.
Ένα μεγάλο ποσοστό του κόσμου, λοιπόν, ενημερώνεται μέσα από τις διαδικτυακές εφαρμογές. Το τι θα επιλέξει ο αλγόριθμος της εκάστοτε πλατφόρμας να εμφανίσει στις αρχικές σου σελίδες διαμορφώνει την εικόνα που έχεις για τον κόσμο. Η ιεράρχηση των ειδήσεων στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης και τις μηχανές αναζήτησης γίνεται από αλγορίθμους που δεν ενδιαφέρονται εάν θα ενημερωθείς σφαιρικά ή τι είναι αυτό που τελικά διαβάζεις. Αρκεί να αφιερώσεις μερικά δευτερόλεπτα πάνω του, να αλληλεπιδράσεις μαζί του και να πας στο επόμενο. Και οι επιλογές που κάνεις στην πορεία, όπως σε ποιες αναρτήσεις σχολίασες, σε ποιες άφησες ένα like ή μια θυμωμένη φατσούλα και ποιους συνδέσμους άνοιξες, καταγράφονται από τον αλγόριθμο και γίνονται οδηγοί για τις πληροφορίες που θα λάβεις στο μέλλον. Υπάρχει, έτσι, ένας μεγάλος κίνδυνος να εγκλωβιστείς μέσα σε αυτό που λέμε echo chamber - ένας θάλαμος αντήχησης δηλαδή, μέσα στον οποίο επαναλαμβάνονται συνεχώς οι ίδιες απόψεις, αντηχούν στα τοιχώματα και επιστρέφουν σε εσένα ενισχυμένες. Η ίδια η δημοσιογραφία έχει γίνει περιεχόμενο και αυτό είναι μια συζήτηση πολύ μεγάλη και ενδιαφέρουσα με διάφορες σοβαρές προεκτάσεις. Ελπίζω πως θα την κάνουμε κάποια στιγμή στο μέλλον.
Κάποτε έκανα την εξής ερώτηση στους ανθρώπους που ακολουθούν το προφίλ μου στο Instagram: «Είστε ευχαριστημένοι/ες με τη χρήση των social media στη ζωή σας»; Από αυτούς που απάντησαν, ένα 71% απάντησε όχι. Και ο λόγος που επέλεξαν κατά πλειοψηφία είναι πως τους αποσπούν την προσοχή. Τώρα, πέρα από τον προφανή αντίκτυπο που έχουν στην καθημερινότητά μας τα κοινωνικά δίκτυα με τα μηνύματα και τις ειδοποιήσεις και την έκλυση ντοπαμίνης που προκαλούν, θεωρώ πως υπάρχει κι ένας λιγάκι πιο βαθύς λόγος που ο κόσμος νιώθει πως τα κοινωνικά δίκτυα του αποσπούν την προσοχή. Έχει να κάνει με το περιεχόμενο που ευδοκιμεί σε αυτές τις εφαρμογές. Είναι αυτό που είναι γρήγορο, που είναι εμπορεύσιμο, που είναι καθηλωτικό (αυτό που λένε engaging στα αγγλικά), που δεν απαιτεί μεγάλη επένδυση χρόνου και προσοχής για να λάβεις την ανταπόδοση, σε αντίθεση για παράδειγμα με ένα βιβλίο ή μια ταινία. Στα αγγλικά το λένε instant gratification, το ένστικτο της άμεσης επιβράβευσης.
Το TikTok έχει πάρει αυτή την κατάσταση και την έχει πάει στα άκρα. Είναι η πρώτη πλατφόρμα που δε σε προτρέπει καν να αναζητήσεις τους φίλους σου ή ακόμα και να ακολουθήσεις κάποιον δημιουργό. Η πλειονότητα της εμπειρίας σου στο TikTok περιορίζεται στη σελίδα For You, βίντεο δηλαδή που ο αλγόριθμός του πιστεύει πως θα σου αρέσουν, θα σε διασκεδάσουν και φυσικά θα σε κρατήσουν στην πλατφόρμα. Σου αφαιρεί σχεδόν εντελώς το βάρος της επιλογής. Το μόνο που έχεις να κάνεις, αν δε σου αρέσει αυτό που βλέπεις, είναι ένα swipe up. Και είναι μια τρομερά διασκεδαστική και εθιστική διαδικασία.
Σκοπός μου δεν είναι να επιχειρηματολογήσω πως η «ποιότητα» της τέχνης, (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για τον καθένα) έχει υποστεί πλήγμα. Πρώτον, δεν πιστεύω όντως πως καθολικά συμβαίνει κάτι τέτοιο. Δεύτερον, δεν υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια στα οποία θα μπορούσα να βασίσω ένα τέτοιο συμπέρασμα. Πιστεύω πως οι άνθρωποι μπορούν να είναι τρομερά δημιουργικοί στο πώς δημιουργούν. Πιστεύω πως εξαιρετικά και πρωτότυπα έργα ανθρώπινης επινόησης κάνουν καθημερινά την εμφάνισή τους. Πιστεύω όμως επίσης, πως η υπερβολική εξάρτηση από τους αλγορίθμους κατευθύνει την ανθρώπινη δημιουργικότητα σε μέρη που δε λειτουργούν απαραίτητα προς όφελός μας. Η περιεχομενοποίηση της δημιουργικότητας σπρώχνει την ανθρώπινη δραστηριότητα σε μια κατεύθυνση που στοχεύει στον ελάχιστο κοινό παρανομαστή της ανθρώπινης προσοχής. Τη βάζει σε καλούπια, περιορίζοντας τον πειραματισμό και τις νέες ιδέες. Οι δημιουργοί αισθάνονται πιεσμένοι, αν θέλουν να επιβιώσουν, να δημιουργήσουν έργα που είναι παρόμοια με αυτά που είχαν επιτυχία στο παρελθόν, αντί να παίρνουν ρίσκα και να πειραματίζονται με νέες μορφές και στιλ. Και τελικά, μεταθέτει τον σκοπό της τέχνης, που διαχρονικά ήταν να προκαλεί τη σκέψη και τον προβληματισμό, να ψυχαγωγεί (με όλη την έννοια της λέξης) και να αμφισβητεί την πεπατημένη και να δοκιμάζει τα όρια της κοινωνίας... στην κατανάλωση. Την κάνει ένα προϊόν που υπάρχει για να γεμίζουμε τις ελεύθερες ώρες μεταξύ των εργασιακών μας υποχρεώσεων.
Ποιος είναι ο δρόμος έξω από αυτή την κατάσταση; Δεν ξέρω. Έχω όμως κάποιες ιδέες. Και οι περισσότερες από αυτές ξεκινάνε με την εγγραφή σας στο παρόν newsletter ώστε να μπορείτε να παρακολουθείτε τη δουλειά μου κι εγώ να μπορώ να τη μοιράζομαι μαζί σας χωρίς να εξαρτιόμαστε από τους αλγορίθμους των κοινωνικών δικτύων. Και αν τη βρίσκετε αξιόλογη μπορείτε και να την υποστηρίξετε για να συνεχίσει να υπάρχει. Να γίνεται πάτρονες και να με υιοθετήσετε. Για τα επόμενα βήματα ελπίζω πως θα έχουμε νεότερα σύντομα.