Αυτό το γράμμα είναι δωρεάν και μπορεί να παραμένει έτσι χάρη στην υποστήριξη μιας μικρής μερίδας αναγνωστών. Αν θέλετε να βοηθήσετε την Καθημερινή Φυσική μπορείτε τώρα να αποκτήσετε συνδρομή με μόλις 15€ τον χρόνο.
Πριν από λίγες εβδομάδες σας ζήτησα να μου στείλετε ερωτήσεις, σκεπτόμενος ότι θα ήταν καλή ιδέα πού και πού να διαλέγω από μία και να αναπτύσσω τις σκέψεις μου σε κάποιο απ’ όλα τα μέσα που δραστηριοποιούμαι. Εσείς ανταποκριθήκατε και σας ευχαριστώ. Έχω ήδη μαζέψει 28 ερωτήσεις, αλλά αν θέλετε να μου κάνετε κι άλλες μπορείτε να αφήσετε ένα σχόλιο εδώ πέρα ή να απαντήσετε στο σχετικό email.
Εγκαινιάζω λοιπόν ετούτη τη στήλη με την ερώτηση του φίλου Δημήτρη Βαλσάμου ή David Balsam, όπως υπογράφει ο ίδιος.
Γιατί τόσοι άνθρωποι που επικοινωνούν την επιστήμη αφιερώνουν τόσο πολύ χρόνο κυνηγώντας τις πεποιθήσεις των άλλων; Γιατί ασχολούνται τόσο με το να διορθώνουν παραπλανητικές ή εσφαλμένες ιδέες; Το ονομάζουν debugging [σημείωση: το σωστό είναι debunking] — μια διαδικασία διόρθωσης μέσω της λογικής. Αλλά μήπως, κάτω από αυτή την ταμπέλα, κρύβεται μια πιο εξελιγμένη μορφή μισαλλοδοξίας (ο γνωστός καρκίνος της ανθρωπότητας); Μια προκατάληψη με επιστημονικό προσωπείο;
Η φαντασία του ανθρώπου υπήρξε πάντα πηγή δημιουργίας. Από τα όνειρα γεννήθηκαν οι μύθοι. Από τους μύθους, οι θρησκείες. Από τις θρησκείες, οι κοινότητες και οι κανόνες τους. Η ανάγκη για νόημα παραμένει — αλλάζει απλώς μορφή. Έτσι γεννιούνται και τα σημερινά «πιστεύω», όπως, για παράδειγμα, η ομοιοπαθητική. Όχι επειδή βασίζονται σε αποδείξεις, αλλά επειδή χρησιμοποιούν κάτι υπαρκτό, όπως το φαινόμενο πλασέμπο, στηριζόμενα σε απλοϊκές παρατηρήσεις.
Η προσέγγιση της επιστήμης δεν είναι πάντα συνειδητή επιλογή αλλά αποτέλεσμα τύχης: ένας φίλος που έδειξε το κατάλληλο βίντεο. Ένας δάσκαλος που ενέπνευσε. Ένα σχολείο που μπορούσε να πληρωθεί. Ένας συγγενής που χάρισε το σωστό παιχνίδι... Αν οι συγκυρίες άλλαζαν, το ίδιο άτομο ίσως έψαχνε το μέλλον μέσα στα φλιτζανάκια του καφέ.
Μήπως, λοιπόν, υπάρχει και μια τρίτη στάση; Όχι η αδιακρίτως θετική αποδοχή. Ούτε η επιθετική αντίθεση. Αλλά μια ώριμη επιλογή: να ενισχύουμε το φως αντί να κυνηγάμε το σκοτάδι. Να κάνουμε την επιστήμη ελκυστική, όμορφη, ακαταμάχητη. Όχι για να «διορθώσουμε» τον άνθρωπο. Αλλά για να του δείξουμε κάτι που τον συγκινεί.
Στις 28 Φεβρουαρίου του 1998, ο Άντριου Γουέικφιλντ (Andrew Wakefield), γιατρός και κύριος συγγραφέας μιας επιστημονικής ομάδας δεκατριών ατόμων, δημοσίευσε μια μελέτη στο ιατρικό περιοδικό Lancet. Στη μελέτη συμμετείχαν δώδεκα παιδιά με αυτισμό και το συμπέρασμά της έθετε την πιθανότητα ύπαρξης σχέσης μεταξύ του τριπλού εμβολίου MMR (ιλαράς-παρωτίτιδας-ερυθράς) και του αυτισμού. Για την ακρίβεια, η μελέτη εξέταζε τη σχέση μεταξύ MMR και κολίτιδας (η κολίτιδα είναι φλεγμονή του εντέρου) και κολίτιδας και αυτισμού. Αλλά ας μην μπούμε σε τόσες ιατρικές λεπτομέρειες.
Αν και η μελέτη ξεκαθάριζε πως δεν αποδείκνυε αιτιώδη σχέση, πριν καν δει το φως της δημοσιότητας ο Γουέικφιλντ παραχώρησε συνέντευξη Τύπου, στην οποία ζήτησε την αναστολή του MMR μέχρι να υπάρξουν περισσότερες έρευνες και δεδομένα. Όπως φαντάζεστε, ακολούθησε πανικός - αλλά όχι αμέσως. Χρειάστηκαν 3-4 χρόνια και μερικές «έρευνες» ακόμα από τον Γουέικφιλντ για να πάρει το θέμα διαστάσεις.
Τα βρετανικά ΜΜΕ -όπως συνήθως κάνουν τα ΜΜΕ- άρπαξαν και ξεχείλωσαν την ιστορία, προκαλώντας φόβο και σύγχυση σχετικά με την ασφάλεια του εμβολίου. Αν και το συγκεκριμένο περιστατικό δεν ήταν η αρχή του αντιεμβολιαστικού κινήματος (υπήρχε από πολύ πιο παλιά), αποτέλεσε σίγουρα ένα σημαντικό ορόσημο στον απόηχο του οποίου ζούμε μέχρι και σήμερα, με την επανεμφάνιση της ιλαράς στις ΗΠΑ.
Τον Φεβρουάριο του 2004, ο δημοσιογράφος Μπράιαν Ντιρ (Brian Deer) αποκάλυψε σ' ένα εκτενές ρεπορτάζ το ιστορικό της αμφιλεγόμενης μελέτης: ένα νομικό γραφείο είχε προσεγγίσει και προσλάβει τον Άντριου Γουέικφιλντ, ζητώντας του να βρει αποδείξεις πάνω στις οποίες θα μπορούσαν να βασίσουν μια αγωγή εναντίον των εταιρειών που παρήγαγαν το MMR. Στη συνέχεια, ο Γουέικφιλντ αναζήτησε ενεργά περιπτώσεις παιδιών με αυτισμό που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν κάτι τέτοιο.
Αυτή, από μόνη της, είναι μια εξαιρετικά επισφαλής προσέγγιση. Όταν διεξάγεις μια έρευνα έχοντας από πριν στο μυαλό σου το συμπέρασμα, είναι πολύ πιθανό να καταλήξεις πράγματι σε αυτό, έστω και ασυνείδητα, λόγω συλλογιστικής που υποκινείται από προσωπικά κίνητρα. Motivated reasoning το λένε στα αγγλικά και είναι κάτι που ο εγκέφαλός μας κάνει συνεχώς και πολύ επιτυχημένα.
Ακόμα όμως και αν ο Γουέικφιλντ είχε τις πιο αγνές προθέσεις (spoiler alert: δεν τις είχε), η επαγγελματική του σχέση με το νομικό γραφείο συνιστούσε μια εξόφθαλμη σύγκρουση συμφερόντων που δεν αποκαλύφθηκε ποτέ στην αρχική μελέτη, ως όφειλε. Και δεν ήταν καν η μόνη. Πριν τη δημοσίευση της μελέτης, ο ίδιος ο Γουέικφιλντ είχε καταθέσει πατέντα για ένα εμβόλιο κατά της ιλαράς, «ανταγωνιστικό» του MMR. Ούτε αυτό αναφέρθηκε πουθενά στη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Lancet.
Σε επόμενα άρθρα του, ο Μπράιαν Ντιρ περιέγραψε πώς ο Γουέικφιλντ επιπλέον αλλοίωσε και το ιατρικό ιστορικό των ασθενών, προκειμένου να υποστηρίξει τον ισχυρισμό του. Ούτε μία από τις δώδεκα περιπτώσεις που αναφέρθηκαν στη σχετική μελέτη δεν ήταν απαλλαγμένη από παραποίηση ή αδήλωτη αλλοίωση. Τα ιατρικά αρχεία δε συμφωνούσαν πλήρως με καμία από τις περιγραφές, τις διαγνώσεις και τα ιστορικά που δημοσιεύθηκαν στο Lancet.
Η μελέτη ανακλήθηκε μερικώς το 2004, όταν δέκα από τους υπόλοιπους δώδεκα συγγραφείς έκαναν μια προσπάθεια να επαναδιατυπώσουν την ερμηνεία της. Το 2010, δώδεκα χρόνια μετά την αρχική της δημοσίευση, ανακλήθηκε πλήρως. Ο αρχισυντάκτης του Lancet τη χαρακτήρισε «εντελώς ψευδή» και δήλωσε ότι το περιοδικό «είχε εξαπατηθεί» (με κάποια βαθιά υποκριτική τέχνη, ενδεχομένως 😏).
Ο Γουέικφιλντ κρίθηκε ένοχος για σοβαρή παράβαση καθήκοντος τον Μάιο του 2010 και διαγράφηκε από το Γενικό Ιατρικό Συμβούλιο (General Medical Council), πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορεί πλέον να ασκήσει το επάγγελμα του ιατρού στο Ηνωμένο Βασίλειο. Έχει αρνηθεί επανειλημμένα ότι έκανε οποιοδήποτε λάθος. Αντ' αυτού, έχει μετακομίσει στις ΗΠΑ όπου συνεχίζει τον αντιεμβολιαστικό ακτιβισμό του.
Μέχρι και σήμερα, η σχετική μελέτη, αλλά και άλλες παρόμοιες που έγραψε ο Άντριου Γουέικφιλντ που επίσης ανακλήθηκαν, χρησιμοποιείται από το αντιεμβολιαστικό κίνημα ως απόδειξη για την επικινδυνότητα των εμβολίων.
Δεν είναι όλες οι ψευδοεπιστημονικές πεποιθήσεις ίδιες. Κάποιες είναι μάλλον λιγότερο επικίνδυνες από άλλες, όπως τα ταρώ και τα ζώδια - αν και θα μπορούσα εύκολα να επιχειρηματολογήσω πως οτιδήποτε συντηρεί μια κουλτούρα ανορθολογισμού και ανθρωποκεντρισμού δεν είναι ποτέ απολύτως άκακο. Οι ιδέες έχουν συνέπειες. Υπάρχουν γονείς που αρνούνται να κάνουν στα παιδιά τους απαραίτητα εμβόλια γιατί θεωρούν ότι έτσι τα προστατεύουν. Κάνουν το ακριβώς αντίθετο. Υπάρχουν καρκινοπαθείς που παρατάνε τις εξαντλητικές μεν, πολύ απαραίτητες δε, θεραπείες τους, γιατί κάποιος ματζουνοπωλητής τους έπεισε ότι η συστημική ιατρική θέλει το κακό τους και ότι η λύση βρίσκεται σε «φάρμακα» που δεν έχουν καμία δραστική ουσία και λειτουργούν μέσω της αυθυποβολής. Αυτοί είναι πραγματικοί άνθρωποι με πραγματικές ζωές, οικογένειες, φίλους και συντρόφους. Όταν τίθεται το ζήτημα της υγείας τόσο άμεσα και τόσο πρόδηλα, το θέμα παύει πολύ γρήγορα να είναι φιλοσοφικό. Πολλές αντιεπιστημονικές ιδέες απαιτούν άμεση, τεκμηριωμένη και ενίοτε σκληρή απάντηση, όπως αρμόζει σε οποιαδήποτε συμπεριφορά βλάπτει το κοινωνικό σύνολο. Αυτό είναι το debunking.
Δε σημαίνει φυσικά ότι όσοι το κάνουν, το κάνουν χωρίς ίχνος έπαρσης. Συχνά αποτυγχάνουν παταγωδώς σε αυτό το κομμάτι. Η καλή επικοινωνία της επιστήμης βασίζεται στην ενσυναίσθηση, γιατί, όπως εύστοχα γράφει ο φίλος Δημήτρης, ο καθένας μας θα μπορούσε να είναι στη θέση εκείνου που πείστηκε από κάτι μη επιστημονικό, αν η ζωή μάς έφερνε διαφορετικούς δασκάλους, φίλους ή οικονομικές ευκαιρίες. Ετούτη η επίγνωση φέρνει την αναγκαία ταπεινότητα. Σκοπός είναι να διορθώσουμε το λάθος, όχι να μηδενίσουμε το άτομο. Αν το άτομο φυλά με ζήλο τις ιδέες αυτές στον πυρήνα της προσωπικότητάς του, σε σημείο που βιώνει τον αντίλογο ως επίθεση στην ίδια του την ύπαρξη, τότε, δυστυχώς, το πρόβλημα είναι δικό του και είναι μια διαφορετική συζήτηση για το πώς πρέπει να το αντιμετωπίσει.
Μου αρέσει η ιδέα του να «ενισχύσουμε το φως». Θεωρώ ότι μέσα από τη δική μου, όσο και μέσα από άλλες παρόμοιες προσπάθειες, κάνουμε μεταξύ άλλων και αυτό. Δεν ξέρω αν απαραίτητα κάνουμε την επιστήμη «ελκυστική, όμορφη, ακαταμάχητη». Είναι ήδη. Απλώς δείχνουμε και αυτές τις πτυχές της στο ευρύ κοινό.
Θα μπορούσα να οργανώσω την επικοινωνία της επιστήμης σε τρεις άξονες:
Πρόληψη: Όπου εξηγούμε τον τρόπο που η επιστήμη λειτουργεί, τι είναι και τι δεν είναι, πώς καταλήγει σε συμπεράσματα και τι μπορεί να σημαίνουν αυτά. Σκοπός είναι να δημιουργηθεί μια κουλτούρα ορθολογισμού και επιστημονικού τρόπου σκέψης.
Επανάληψη: Ό,τι ακούγεται πιο συχνά τείνουμε να το θεωρούμε αληθινό 🙃. Το μυαλό μας επιβραβεύει τη συνήθεια. Έτσι, ο επιστημονικός τρόπος σκέψης χρειάζεται να τονίζεται συχνά και σε κάθε ευκαιρία.
Κατάρριψη: Η παραπληροφόρηση ταξιδεύει ταχύτερα απ' ό,τι μπορεί να διαψευθεί. Οι καταρρίψεις είναι απαραίτητες για να αντιμετωπίσουμε ιδέες που έχουν ήδη ριζώσει.
Η ελεύθερη αγορά των ιδεών
Ένα τελευταίο γενικότερο σχόλιο, πάνω στην τελευταία παράγραφο του Δημήτρη. Την αντιγράφω παρακάτω για ευκολία.
Μήπως, λοιπόν, υπάρχει και μια τρίτη στάση; Όχι η αδιακρίτως θετική αποδοχή. Ούτε η επιθετική αντίθεση. Αλλά μια ώριμη επιλογή: να ενισχύουμε το φως αντί να κυνηγάμε το σκοτάδι. Να κάνουμε την επιστήμη ελκυστική, όμορφη, ακαταμάχητη. Όχι για να «διορθώσουμε» τον άνθρωπο. Αλλά για να του δείξουμε κάτι που τον συγκινεί.
Διαφωνώ αρκετά με τη θέση πως η ώριμη στάση είναι πάντα εκείνη της μη σύγκρουσης. Έχω την αίσθηση πως πηγάζει από αυτό που ονομάζεται «ελεύθερη αγορά των ιδεών»: άλλη μια μεταφορά που έχει παρεισφρήσει στο λεξιλόγιο μας μέσω του δούρειου ίππου της επικρατούσας ιδεολογίας. Υποστηρίζει ότι, όταν όλες οι απόψεις κυκλοφορούν ελεύθερα, η καλύτερη ιδέα θα επικρατήσει, σαν το καλύτερο προϊόν που κερδίζει σε ένα περιβάλλον τίμιου εμπορικού ανταγωνισμού. Αν πάρουμε κυριολεκτικά αυτή την παρομοίωση, η «ώριμη, μη συγκρουσιακή στάση» φαίνεται να ταιριάζει. Δε χρειάζεται να αντιπαρατεθούμε, αρκεί να παρουσιάσουμε την επιστήμη με τρόπο ελκυστικό και η αγορά θα αναδείξει από μόνη της την αξία της.
Το πρόβλημα είναι ότι, όπως και στις πραγματικές αγορές, τα πράγματα δε λειτουργούν ιδανικά. Όπως και στις πραγματικές αγορές, εμφανίζονται ολιγοπώλια (4-5 μεγάλες εταιρίες ελέγχουν τη ροή των ιδεών), εξωτερικότητες (η παραπληροφόρηση για τα εμβόλια κοστίζει ζωές σε τρίτους) και ασυμμετρίες (το μη ειδικό κοινό δεν μπορεί να ελέγξει εύκολα τεχνικούς ισχυρισμούς). Όταν τα κίνητρα του κέρδους μέσω των αλγορίθμων σπρώχνουν το προβληματικό περιεχόμενο ταχύτερα από την οποιαδήποτε διάψευση, η αγορά των ιδεών δεν αυτορρυθμίζεται. Κολλάει σε «market failure».
Εδώ η αποκλειστικά μη συγκρουσιακή στάση πάυει να είναι ώριμη και γίνεται αφελής. Στον βαθμό που η διάψευση μιας επικίνδυνης ιδέας αποτελεί το ανάλογο του ρυθμιστικού πλαισίου για ένα ελαττωματικό προϊόν, η ενεργητική -ακτιβιστική θα τολμήσω να πω- κριτική είναι όχι μόνο θεμιτή αλλά και αναγκαία.
Ίσως να έχετε παρατηρήσει ότι οι άνθρωποι τριγύρω σας είναι συνεχώς εξοργισμένοι. Τα νεύρα τους είναι στην τσίτα και είναι έτοιμοι να τσακωθούν με την παραμικρή αφορμή. Διαμαρτύρονται για την κυβέρνηση, τη διαφθορά, την ακρίβεια. Δικαίως, θα έλεγε κάποιος. Τι έχει να κερδίσει όμως μια κοινωνία στην οποία η οργή έχει γίνει αυτοσκοπός;
Το καλύτερο πράγμα που διάβασα τις τελευταίες δύο εβδομάδες είναι ακόμη ένα άρθρο για το BoJack Horseman. Αυτή τη φορά σε σύγκριση με ένα από τα δημοφιλέστερα σίριαλ που έχουν ποτέ παιχτεί στην τηλεόραση: το Friends.
Έχουμε 2025. Πολλά από εμάς είμαστε εθισμένα στο κινητό μας. Τι σημαίνει αυτό; Η Δρ Λέμπκι τα εξηγεί απλά σε μια συνέντευξη στο Inside Story.
Στην Ελλάδα έχουμε σοβαρή έλλειψη οράματος, σε οποιονδήποτε τομέα. Στο θέμα της στέγασης, φυσικά, δε θα μπορούσαν τα πράγματα να είναι διαφορετικά. Οι παρεμβάσεις της κυβέρνησης είναι ημίμετρα που πολλές φορές κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό. Ένα αναλυτικό άρθρο που εξηγεί γιατί.
O Angus Deaton, οικονομολόγος που έχει βραβευτεί με το βραβείο Νόμπελ Οικονομικών, γράφει ένα άρθρο (στην επίσημη σελίδα του ΔΝΤ, απ’ όλα τα μέρη) για το πώς έχει αλλάξει η αντίληψή του για τα οικονομικά. Μεταξύ άλλων, γράφει πράγματα όπως αυτό:
Όπως οι περισσότεροι της γενιάς μου, για πολλά χρόνια θεωρούσα τα συνδικάτα ενοχλητικά -κάτι που παρεμβαίνει στην οικονομική (και συχνά προσωπική) αποτελεσματικότητα- και καλωσόριζα τη σταδιακή τους παρακμή. Σήμερα, όμως, οι μεγάλες εταιρείες έχουν υπερβολική ισχύ όσον αφορά τις συνθήκες εργασίας, τους μισθούς και τις αποφάσεις που λαμβάνονται στην Ουάσινγκτον, όπου τα συνδικάτα έχουν πλέον ελάχιστη επιρροή σε σύγκριση με τους εταιρικούς λομπίστες.
Εξαιρετικό: Η Αθήνα, τα Πατίνια και το Ακαταλόγιστο του Startupper
Βίντεο: Γιατί θάβονται οι αρχαίες πόλεις;
Το αν θα βαψεις έναν τοίχο στο σπίτι σου ασπρο ή μαύρο είναι τελείως υποκειμενικό και είναι ένα θέμα που μπορείς να κάνεις έρευνα σαν απλός καταναλωτής και να πάρεις την καλύτερη απόφαση για εσένα, αλλά το αν τα εμβόλια είναι ωφέλιμα προς τον οργανισμό σου πχ δεν είναι θέμα συζήτησης και αμφισβήτησης ανθρώπων που δεν έχουνε καμία σχέση με την επιστήμη, όχι γιατί είναι ανίκανοι αλλά γιατί υπάρχουνε άνθρωποι που έχουνε εξιδεικευτεί σε αυτό και γιατί έχουνε υπάρξει χιλιάδες τεστ που ο απλός πολίτης που προορίζονται για αυτόν δεν έχει καμία ιδέα.
Πριν μερικά χρόνια είχε κυκλοφορήσει ένα banner από το περιοδικό Nature που έλεγε "It is inappropriate for scientists to let misinformation go unremarked".
https://th.bing.com/th/id/OIP.MhVIwJvl-RGTmPtkvXkBlAHaEK?w=474&h=266&c=7&bgcl=fffffe&r=0&o=6&pid=23.1
To debunking ήταν, είναι και θα είναι η πιο βασική μέθοδος όχι μόνο απάντησης σε μια συγκεκριμένη ψευδοεπιστημονική θεωρία, αλλά και εκπαίδευσης του κοινού στην ορθολογική σκέψη. Για να κάνεις debunking σε μια θεωρία, πρέπει να εξηγήσεις όχι μόνο γιατί δεν ισχύει, αλλά και πώς γνωρίζουμε ότι δεν ισχύει. Το πώς αυτό, θα μείνει στον ακροατή για την επόμενη ψευδοεπιστημονική θεωρία που θα ακούσει, χτίζοντας την άμυνα του ορθολογισμού που χρειαζόμαστε ως κοινωνία.
Το debunking είναι -όπως λες- μια σχεδόν ακτιβιστική δράση. Απαιτεί πολλαπλή ψυχική προσπάθεια να βουτήξεις στα ανορθολογικά eco chambers της κοινωνίας, είναι εξοντωτικό να συνομιλείς εκεί που ο συνομιλητής σου χρησιμοποιεί όλα τα τεχνάσματα του παράλογου διαλόγου (κάθε "όπλο" που αναφέρεις στο αγαπημένο μου βίντεό σου, το "πώς να έχεις πάντα δίκιο"). Είναι τρομερά πιο εύκολο για έναν επιστήμονα να μαζεύει τα δεδομένα του, να γράφει τα paper του αυξάνοντας το προσωπικό του επαγγελματικό όφελος, και να πηγαίνει τα διαγράμματά του σε συνέδρια όπου άλλοι σαν κι αυτόν θα χειροκροτήσουν την δουλειά του, από το να αφιερώνει την μέρα του προσπαθώντας να αναδείξει ορθολογικά επιχειρήματα στους πιο ανορθολογικούς -και συχνά συστημικά ενισχυόμενους- κύκλους.
Όσοι από τους επιστήμονες έχουν βρεθεί και στους δύο χώρους, συχνά "καίγονται" από τον δεύτερο, και απογοητευμένοι ξαναγυρνάνε στα papers και τα συνέδριά τους, αφήνοντας ακόμα μεγαλύτερο χώρο σε όσους επωφελούνται από το τσουνάμι της ψευδοεπιστήμης που πνίγει τους πιο ευάλωτους κάθε κοινωνίας.
Η πρακτική της μη σύγκρουσης, αν και κατανοητή για όσους δεν έχουν πια το κουράγιο να παλεύουν, είναι συνενοχή. Όπως κάθε σιωπή.