Διαβαίνοντας τον Ρουβίκωνα
Πόσο μακριά βρισκόμαστε από το σημείο χωρίς επιστροφή;
Υπάρχει μια φράση σε πολλές γλώσσες του κόσμου, ειδικά ευρωπαϊκές, που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του να παίρνεις μια απόφαση από την οποία δεν υπάρχει γυρισμός. Να ξεπερνάς το σημείο χωρίς επιστροφή. Το σημείο έπειτα από το οποίο, όποια κι αν είναι η συνέχεια, έχει ήδη μπει σε κίνηση μια αλυσιδωτή αντίδραση γεγονότων που πλέον δεν αναστρέφεται εύκολα - ή και καθόλου.
Στα ελληνικά λέμε ότι κάποιος «διέβη τον Ρουβίκωνα». Στα αγγλικά, η αντίστοιχη φράση είναι "crossing the Rubicon". "Franchir le Rubicon", στα γαλλικά, "cruzar el Rubicón" στα Ισπανικά, "varcare il Rubicone" στα ιταλικά. Υπάρχει και σε άλλες γλώσσες, όπως τα πορτογαλικά, τα ολλανδικά και τα ρωσικά. Σε όλες σημαίνει το ίδιο πράγμα. Η προέλευσή της, δε, εντοπίζεται στην αρχαία Ρώμη.
Ο Ρουβίκωνας είναι ένας μικρός ποταμός που εκβάλλει στην Αδριατική θάλασσα. Βρίσκεται ανάμεσα από το Ρίμινι και την Τσεζένα, δύο μικρές επαρχιακές πόλεις της βόρειας Ιταλίας. Κατά τον 1ο αιώνα π.Χ, αποτελούσε το φυσικό σύνορο ανάμεσα στη ρωμαϊκή επαρχία της Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατίας στα βόρεια και τις περιοχές που βρίσκονταν υπό τον άμεσο έλεγχο της Ρώμης και των συμμάχων της στα νότια.
Σύμφωνα με τη ρωμαϊκή νομοθεσία, κάθε στρατηγός που πλησίαζε στην Ιταλία από τον Βορρά έπρεπε να αποδεσμεύσει τον στρατό του προτού διασχίσει τη γέφυρα του Ρουβίκωνα. Ο νόμος αποσκοπούσε στην προστασία της δημοκρατίας της Ρώμης από εσωτερικούς στρατιωτικούς κινδύνους και όσοι τον παρέβαιναν θεωρούνταν ένοχοι για έσχατη προδοσία και καταδικάζονταν σε θάνατο. Με άλλα λόγια, αν έμπαινες στις περιοχές της ρωμαϊκής δημοκρατίας προελαύνοντας ως στρατός ήσουν αυτομάτως και αμετάκλητα εχθρός του κράτους.
Με το τέλος των Γαλατικών Πολέμων, κάπου το 50 π.Χ., η ρωμαϊκή Σύγκλητος διέταξε τον Καίσαρα να αποποιηθεί της στρατιωτικής του εξουσίας και να επιστρέψει στη Ρώμη. Όμως αυτός, αψηφώντας ανοιχτά την εξουσία της Συγκλήτου, το 49 π.Χ. παίρνει την απόφαση να διασχίσει τον Ρουβίκωνα προελαύνοντας με τον στρατό του προς τη Ρώμη. Ήξερε ότι αυτή του η πράξη σήμαινε την έναρξη ενός εμφύλιου πολέμου - από τον οποίο βγήκε τελικά νικητής. «Ο κύβος ερρίφθη»: Έτσι λέει ο θρύλος πως είπε ο Καίσαρας καθώς διέσχιζε τον Ρουβίκωνα. Ο κύβος, εδώ, είναι ένα ζάρι - αυτό το έμαθα στα 35 μου χρόνια καθώς διάβαζα για την προέλευση της σχετικής φράσης. Στα αγγλικά είναι "the die is cast", όπου το die είναι ο ενικός του dice. Ο Καίσαρας έριξε το ζάρι στο τραπέζι του στρατιωτικού και γεωπολιτικού παιχνιδιού, μη μπορώντας από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα να κάνει πίσω ή να ελέγξει την εξέλιξη των γεγονότων. Πέρασε το σημείο χωρίς επιστροφή.
Η νότια όχθη του Ρουβίκωνα
Τις προάλλες είδα ένα βίντεο. Λέγεται The South Bank of the Rubicon και χρησιμοποιεί τη γνωστή πλέον φράση για να περιγράψει την κατάσταση στις ΗΠΑ.
Όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά, αναρωτιόμαστε με αγωνία πόσο απέχουμε από τον Ρουβίκωνα. Πότε μια εξέγερση γίνεται πόλεμος; Πότε μια διαδήλωση μετατρέπεται σε ταραχή; Ποια είναι η στιγμή που μια οικονομία σε κίνδυνο γίνεται μια οικονομία σε κατάρρευση; Σαρώνουμε τον ορίζοντα αναζητώντας την όχθη του ποταμού, ελπίζοντας ότι δεν την έχουμε ήδη διασχίσει.
Το ζήτημα με τα «σημεία χωρίς επιστροφή» -και ο λόγος που μας ανησυχούν τόσο- είναι πως σπανίως γνωρίζουμε πού ακριβώς βρίσκονται, μέχρι που είναι πλέον πίσω μας. Ο Ρουβίκωνας δεν είναι ο Μισισιπής· είναι ένα λασπωμένο, μικρό ρυάκι που η ιστορία είχε ξεχάσει για αιώνες.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής συμβαίνει κάτι εντυπωσιακό: Τα τρία τέταρτα του πληθυσμού πιστεύουν ότι η δημοκρατία της χώρας βρίσκεται σε κίνδυνο (η δημοσκόπηση έγινε τον Οκτώβριο του 2024, πριν τις αμερικανικές εκλογές. Ενδέχεται τα αποτελέσματα σήμερα να είναι διαφορετικά). Οι ίδιοι οι Αμερικανοί, βέβαια, δεν μπορούσαν τότε να συμφωνήσουν από πού προέρχεται αυτός ο κίνδυνος. Κάποιοι, περίπου ένας στους πέντε, θεωρούσαν ότι η απειλή προερχόταν από τον, πλέον πρόεδρο, Ντόναλντ Τραμπ. Άλλοι από την κυβερνητική διαφθορά. Άλλοι (σε μικρότερα ποσοστά) από τους μετανάστες, από την παραπληροφόρηση, από τον κομμουνισμό, τη woke ατζέντα και πολλά άλλα. Με τις καταιγιστικές πρόσφατες εξελίξεις ίσως οι απόψεις τους να έχουν κάπως αλλάξει, αλλά ίσως και όχι.
Σε κάθε περίπτωση, το βίντεο θέτει το εξής ζήτημα:
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, νιώθουμε ολοένα και πιο άνετα να λέμε ότι η δημοκρατία μας απειλείται, ότι βρισκόμαστε σε κίνδυνο να διολισθήσουμε στον αυταρχισμό. Ελάχιστοι είναι πρόθυμοι να πουν πως η απειλή έχει ήδη φτάσει - και σε αυτό περιλαμβάνω και τον εαυτό μου. Δεν είμαι έτοιμος να πω ότι έχει φτάσει. Κανείς δεν θέλει να το πει πρόωρα. [...] Θέλω οι άνθρωποι να με ακούσουν. Δε θέλω να φανώ παράλογος. Δε θέλω να φαίνομαι σαν εκείνους. Και δε θέλω να είναι αλήθεια.
Έχουμε συνηθίσει τόσο πολύ τη ζωή σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα (με τα όποια προβλήματά του) που το θεωρούμε δεδομένο. Νομίζαμε ότι, με το τέλος του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, η από ‘δω πλευρά του κόσμου πήρε το μάθημά της και δεν επρόκειτο να ξανακάνει ποτέ τα ίδια. Σαν τα εφηβικά μας χρόνια, τα ζήσαμε, τα ξεπεράσαμε και επαναπαυτήκαμε στην ιδέα ότι ο ναζισμός, ο φασισμός, και κάθε άλλο απολυταρχικό καθεστώς, ανήκουν οριστικά πια στο παρελθόν. Μιλάμε για αυτά σαν να μην μπορούν να μας αγγίξουν. Οι περισσότεροι άνθρωποι που τα βίωσαν έχουν φύγει από τη ζωή. Για τους υπόλοιπους από εμάς, η πορεία της ανθρώπινης κοινωνίας προς το καλύτερο -με ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για τον καθένα- έμοιαζε να είναι αυτονόητη και γραμμική. Ξεκινήσαμε από ένα κατώτερο σημείο και πηγαίνουμε προς κάποιο ανώτερο. Σαν τον Δεύτερο Νόμο της Θερμοδυναμικής, ένα πράγμα, και τη μαθηματικά αναπόφευκτη αύξηση της εντροπίας. Μπορούμε να διαφωνήσουμε πολύ για το ποιες πρακτικές θα μας οδηγήσουν στο καλύτερο, αλλά θα στοιχημάτιζα ότι συμφωνούμε στους στόχους: Μεταξύ άλλων, θέλουμε να είμαστε ελεύθεροι να επιλέγουμε στη ζωή μας ποιοι θα είμαστε. Θέλουμε να μπορούμε να ζούμε με αξιοπρέπεια και να ασχολούμαστε με πράγματα που μας δοκιμάζουν και μας κάνουν να γινόμαστε η καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας. Θέλουμε να ανήκουμε κάπου και να περνάμε χρόνο με τους οικείους μας και με ασχολίες που μας παρέχουν ευχαρίστηση.
Έτσι, όταν αυτές οι ιδέες συγκρούονται με την πραγματικότητα, όταν, για παράδειγμα, οι αμβλώσεις κρίνονται παράνομες, ή όταν θεσπίζεται η υπό προϋποθέσεις εξαήμερη εργασία, ή όταν οι ακραίες, μη ανεκτικές απόψεις κερδίζουν έδαφος σε πολλές από τις καθιερωμένες δημοκρατίες του κόσμου, λέμε ότι κάνουμε βήματα προς τα πίσω. Ο φασισμός είναι κάτι που ανήκει στο παρελθόν - την έχουμε περάσει αυτή την πίστα, πώς γίνεται να βρίσκεται ξαφνικά μπροστά μας;
Έστω, για χάρη της συζήτησης, ότι βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή με το νερό μέχρι τους αστραγάλους, διερωτόμενοι απεγνωσμένα πόσα βήματα μας χωρίζουν από τη νότια όχθη του Ρουβίκωνα. Κάποτε, οποιοδήποτε από μια σειρά γεγονότων θα μπορούσε να είναι η διάβαση. Αν γύριζες στο 2015 και ρωτούσες αν μπορούμε να αποκαλέσουμε αδιαμφισβήτητα φασίστα έναν υποψήφιο που υπόσχεται να φυλακίσει τους πολιτικούς του αντιπάλους, ή έναν πρόεδρο που χτίζει στρατόπεδα συγκέντρωσης στα σύνορα ή σιγοντάρει μια εξέγερση που θέλει να ανατρέψει το εκλογικό αποτέλεσμα, η απάντηση θα ήταν: «σίγουρα». Αλλά εκείνες οι στιγμές ήρθαν και έφυγαν και τις είπαμε ανησυχητικές, τις είπαμε επικίνδυνες - όμως ακόμα και τότε μας φαινόταν υπερβολικό να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη φασισμός.
Οι δημοσιογράφοι και οι πολιτικοί αναλυτές συνεχίζουν να αντιδρούν με έκπληξη αν έστω πλησιάσεις το νόημα αυτής της λέξης. «Πώς μπορείς να το λες αυτό; Μπορούμε ακόμα να συζητήσουμε με τη Δεξιά». Οι Ρεπουμπλικάνοι είναι τόσο προκλητικά απαίσιοι που η ακριβής περιγραφή της συμπεριφοράς τους ακούγεται σαν υπερβολή. Φαίνεται πως διαρκώς οδεύουμε προς την άλλη όχθη του Ρουβίκωνα αλλά δε φτάνουμε ποτέ. Πιστεύουμε ότι μπορούμε ακόμα να γυρίσουμε πίσω· ότι η βόρεια όχθη είναι ακόμα η πλησιέστερη.
Τι πρέπει να γίνει, άραγε, για να αποκαλέσουμε τα πράγματα με το όνομά τους; Μήπως ένας πρόεδρος που λέει πως δεν πρόκειται να γίνει δικτάτορας, εκτός από την πρώτη μέρα της προεδρίας του; Μήπως όταν λέει ότι η απειλή από εξωτερικές δυνάμεις είναι πολύ λιγότερο δόλια και επικίνδυνη από την εκ των έσω απειλή, χαρακτηρίζοντας τους πολιτικούς του αντιπάλους επικίνδυνους για τη χώρα; Ή όταν λέει ότι οι μετανάστες δηλητηριάζουν το αίμα της χώρας του, λόγια που έχουν ειπωθεί κατά λέξη από τον ίδιο τον Χίτλερ; Όταν ένας διορισμένος (και όχι εκλεγμένος) υπουργός του χαιρετάει ναζιστικά κατά την προεδρική ορκομωσία; Ή μήπως όταν ο πρόεδρος δηλώνει δημόσια ότι αυτός που σώζει τη χώρα του δεν παραβιάζει κανέναν νόμο, υπονοώντας ότι βρίσκεται υπεράνω της νομοθεσίας και μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, εφόσον κρίνει πως θα οφελήσει τη χώρα; Όταν απειλεί ανοικτά ότι τα κολλέγια, τα σχολεία και τα πανεπιστήμια που επιτρέπουν «παράνομες διαδηλώσεις» θα σταματήσουν να χρηματοδοτούνται και ότι οι «ταραχοποιοί» θα φυλακίζονται; Όταν προχωρά σε συστηματικές προσπάθειες να πάρει τον έλεγχο των ΜΜΕ; Μήπως όταν εκτελεί ένα κανονικό διοικητικό πραξικόπημα, απολύοντας, ξηλώνοντας και αλλάζοντας το προσωπικό και τις υπηρεσίες του κρατικού μηχανισμού με το πρόσχημα της εξυγίανσης; Όταν έχει συγκεντρώσει γύρω του κάποιους από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου, με τεράστια επιρροή (κάποιοι θα έλεγαν έως και απόλυτο έλεγχο) πάνω στον δημόσιο διάλογο, που χρηματοδότησαν την προεκλογική του καμπάνια με εκατομμύρια δολάρια; Αν μη τι άλλο, τουλάχιστον αυτό θα έπρεπε να μας προβληματίζει.
Όλα αυτά τα πράγματα έχουν γίνει. Και είναι μόνο κάποια απ' όσα έγιναν μέσα σε λίγους μόλις μήνες και απ’ όσα θα γίνουν μέσα στα επόμενα χρόνια. Η Wikipedia έχει ένα ολόκληρο λήμμα όπου καταγράφει όλους τους παραλληλισμούς που εντοπίζονται μεταξύ του φασισμού και της ρητορικής και πολιτικής του Ντόναλντ Τραμπ. Δεν είναι λίγοι. Κάποιος θα έλεγε ότι είναι παραπάνω από αρκετοί.
Η λέξη «φασισμός», όμως, έχει χάσει τη δύναμή της γιατί τις τελευταίες δεκαετίες έχει αποσυνδεθεί σχεδόν ολοκληρωτικά από το πολιτικό και ιστορικό της πλαίσιο. Έχουμε φτάσει στο σημείο να την ακούμε να χρησιμοποιείται ως ένας υποτιμητικός και προσβλητικός χαρακτηρισμός για ένα ευρύ φάσμα ατόμων, πολιτικών κινημάτων και κυβερνήσεων. Φασίστες χαρακτηρίζονται οι συντηρητικοί, φασίστες και οι προοδευτικοί. Κατά κανόνα είμαι υπέρ της εξέλιξης των λέξεων - θεωρώ ότι η γλώσσα αλλάζει και εξελίσσεται για να καλύψει μια καινούργια ανάγκη της κοινωνίας. Όμως, όταν μια λέξη όπως ο φασισμός αποκόπτεται εντελώς από τα φαινόμενα που περιγράφει, τότε δυσκολευόμαστε να τα αντιληφθούμε όταν αυτά συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μας.
Παρόλα αυτά, υπάρχει κι ένας, κατά κάποιον τρόπο, αντίλογος: Η κυβέρνηση του Τραμπ δε βασίζεται στη στρατιωτική ισχύ για να ανατρέψει τη δημοκρατία, όπως έκαναν ιστορικά τα φασιστικά κινήματα, αλλά στον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού. Επιπλέον, πίσω από οτιδήποτε κάνει φαίνεται να τον ενδιαφέρει ένα και μόνο πράγμα - το προσωπικό του συμφέρον. Δεν είναι αρκετά ιδεολόγος, λένε κάποιοι αναλυτές, για να μπορεί να χαρακτηριστεί φασίστας. Απολυταρχικός ναι, wannabe δικτάτορας ίσως, αλλά όχι φασίστας.
Ίσως τότε νεοφασίστας;
Η παγίδα της κανονικότητας
Όλοι περιμένουν ότι θα συμβεί ξαφνικά - ότι μια μέρα θα ξυπνήσουμε με σβάστικες, παιδιά μέσα σε κλουβιά και βαν χωρίς διακριτικά να αρπάζουν ανθρώπους από τους δρόμους. Αλλά όλα αυτά έγιναν σε διαφορετικές μέρες. [...] Δε χρειάζεται να διασχίζεις το ποτάμι βιαστικά, αλλά σταθερά, ώστε κάθε σου βήμα να κάνει το προηγούμενο να φαίνεται αναπόφευκτο και το επόμενο αυτονόητο. Οι άνθρωποι που λένε «αυτό δεν πρόκειται να συμβεί όσο είμαστε εμείς εδώ» απλώς μετατοπίζουν το ποτάμι προς τα νότια, ώστε να διατηρούν τη δήλωσή τους αληθινή.
Κάθε μέρα χάνεται έδαφος σε διάφορα μέτωπα. Βλέπεις τόσες γραμμές να ξεπερνιούνται, που δε θυμάσαι καν πού τις τραβούσες προηγουμένως.
Η καθημερινή ζωή μοιάζει φυσιολογική όσο δεν απειλείσαι προσωπικά. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν ήταν ποτέ η κανονικότητα για τον μέσο Γερμανό. Εκτός κι αν κάποιος ήταν Εβραίος, Ρομά, κομμουνιστής ή ανοιχτά αντι-ναζιστής, η Γερμανία από το 1933 μέχρι και σχεδόν το τέλος του πολέμου δεν ήταν ένα εφιαλτικό μέρος για να ζεις. Το μόνο που έπρεπε να κάνεις ήταν να υπακούς στους νόμους, να πληρώνεις τους φόρους σου, να στέλνεις τα παιδιά σου στον στρατό, να αποφεύγεις τον ακτιβισμό και να κάνεις τα στραβά μάτια όταν τα συνδικάτα διαλύονταν και οι ενοχλητικοί άνθρωποι εξαφανίζονταν. Μια κατάσταση που απεικονίζεται με σοκαριστική αποτελεσματικότητα στην ταινία H Ζώνη Ενδιαφέροντος.
Τα απολυταρχικά καθεστώτα φυτρώνουν, επιβιώνουν και ευδοκιμούν εκμεταλλευόμενα την ανοχή ή την αδράνεια της κοινωνίας, που συχνά δεν αντιλαμβάνεται εγκαίρως -ή αντιλαμβάνεται αλλά προτιμά να αγνοεί- όλα τα πρώιμα σημάδια.
Αναρωτιέμαι συχνά η δική μας χώρα σε ποιο σημείο του φάσματος να βρίσκεται.
Η Καθημερινή Φυσική συνεχίζει να υπάρχει γιατί άνθρωποι σαν κι εσάς την υποστηρίζουν. Αν θέλετε να γίνετε μέλος και να έχετε πρόσβαση σε όλα τα γράμματα, μπορείτε τώρα να αποκτήσετε συνδρομή με μόλις 15€ τον χρόνο.
Η αντίστασή σου στην "fast food" αρθρογραφία και η παραγωγή άρθρων τέτοιας ανάλυσης ιδεών, σκέψεων και πηγών είναι πραγματικά συγκινητική, Στέφανε.
Δεν είχα ξανακούσει ποτέ την ιστορία για το πώς έμεινε αυτή η φράση. Διαβάζοντάς την μου θύμισε την έρευνα για τα Tipping Points στην περιβαλλοντική κρίση, σημεία από τα οποία "δεν υπάρχει επιστροφή". Σαν την ενέργεια ενεργοποίησης των χημικών αντιδράσεων.
Η δική μου μεγαλύτερη δυσκολία σε αυτή την συζήτηση είναι στο να δω (ή έστω εκτιμήσω) ποιός είναι ο καθοριστικός παράγοντας, ο "ελέφαντας στο δωμάτιο", ο καταλύτης. Τι είναι αυτό, σε αυτό το πολυπαραγοντικό complex system που αν επικεντρωθούμε εκεί θα μπορέσουμε να ανατρέψουμε την πορεία προς τα "νότια". Είναι η ευθύνη των φιλήσυχων Γερμανών πολιτών του 1933 μεγαλύτερη ή της μιας χούφτας επιχειρηματιών της αυτοκινητοβιομηχανίας που τάισαν με αναβολικά το άλλοτε περιθωριακό ναζιστικό μόρφωμα;
Είναι το 50% των Ελλήνων που δεν πήγαν να ψηφίσουν σε εκλογές ο καταλύτης, ή οι 5 παντοδύναμοι ολιγάρχες που ανεβοκατεβάζουν κυβερνήσεις και ελέγχουν την greek mafia;
Και ίσως κάποιος ακαδημαϊκός με βαθιά γνώση μου πει "είναι σύνθετο το θέμα, πολλοί οι παράγοντες, πολλές οι αιτίες" και κάπως έτσι γενικά και αερόλογα να πάμε παρακάτω. Ίσως γράψουμε και ένα paper, πάμε σε ένα συνέδριο, και κάνουμε ένα ωραίο άρθρο στο Atlantic.
Αλλά για μένα αυτή η συζήτηση χωρίς να ξέρω ποιος ακριβώς είναι ο Νο1 λόγος που έκανε τον Καίσαρα να περάσει τον Ρουβίκωνα, χωρίς να το όνομα του καταλύτη, του εχθρού αν θες, με αφήνει παράλυτη τελικά, overwhelmed, και πολύ κοντά στην παραίτηση.
Γιατί δεν ξέρω τι σκατά τελικά πολεμώ. Πώς να συμμετάσχω σε μια προσπάθεια να πείσουμε τον στρατό του Καίσαρα να μην τον ακολουθήσει.
Αμερικανίδα είμαι. Ηλικιωμένη. Έχεις δίκιο. Δυστυχώς. Υπάρχει ένας ακόμα μεγάλος παράγοντας εδώ, νομίζω - ρατσισμός. Πολλοί από τους υπαλλήλους στον κυβερνητικό μας μηχανισμό - ιδιαίτερα στο D.C. - είναι Μαύροι. Και όταν οι Μαύροι χάνουν την δουλειά τους - μία χαρά είναι για τους οπαδούς αυτού του προέδρου. Για αυτούς, η ζωή είναι κανονική. Αλλά δεν θα είναι κανονική πολύ περισσότερο - Με συγχωρείτε για τα ελληνικά μου, ελπίζω ότι οι φράσεις μου είναι - πως τα λέμε - κατανόητες.