Στις 6 Νοεμβρίου του 2025 έφυγε από τη ζωή ο Τζέιμς Ντ. Γουάτσον, ο μοριακός βιολόγος που, μαζί με τον Φράνσις Κρικ το 1953, συνέγραψαν το ιστορικό άρθρο στο επιστημονικό περιοδικό Nature, στο οποίο πρότειναν για πρώτη φορά το μοντέλο της διπλής έλικας του DNA. Το 1962, για τη συνεισφορά τους στην επιστήμη οι Γουάτσον και Κρικ, μαζί με τον Μόρις Γουίλκινς, μοιράστηκαν το Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής.
Είχα ακούσει και διαβάσει διάφορα για τον Γουάτσον. Με αφορμή τον θάνατό του έκατσα κι έψαξα λίγα πράγματα γι’ αυτόν πιο προσεκτικά. Έπεσα πάνω σε κάμποσα άρθρα για την υπόθεση του DNA και την ιστορία με την Ρόζαλιντ Φράνκλιν, στην οποία ο Γουάτσον (και λιγότερο ο Κρικ) παρουσιάζεται ως ο κακός της υπόθεσης. Αν και η Φράνκλιν φαίνεται όντως να αδικήθηκε, η πραγματικότητα δεν ξεχωρίζει τόσο διακριτά τους ρόλους του «καλού» και του «κακού», τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που έχει αποτυπωθεί στη λαϊκή κουλτούρα.
Πρώτα όμως, το πραγματικά ενδιαφέρον: μια σύντομη ιστορία του DNA.
DNA 101
Οι άνθρωποι μοιάζουν πολύ μεταξύ τους. Για την ακρίβεια, είναι κατά 99,9% ίδιοι. Και όταν λέμε «ίδιοι» εννοούμε πως έχουν κοινό DNA. Αυτό ίσως δεν είναι και τόσο εντυπωσιακό, αν αναλογιστούμε ότι το μεγαλύτερο κομμάτι του ανθρώπινου γονιδιώματος είναι στην πλειονότητα του επίσης ίδιο με των χιμπαντζήδων (αν και η ιδέα του «98,8% κοινού DNA» είναι μάλλον υπεραπλούστευση). Οι μικροσκοπικές διαφορές στο εναπομένον 0,1% του ανθρώπινου DNA είναι αυτές που εξασφαλίζουν τη μοναδικότητά μας.
Και είμαστε, πράγματι, μοναδικοί. Το μόριο του DNA σχηματίζεται από τέσσερις βάσεις, τη γουανίνη (G), τη θυμίνη (T), την κυτοσίνη (C) και την αδενίνη (A), και κάθε μόριο περιλαμβάνει περίπου 3 δισεκατομμύρια τέτοιες - αρκετές για να παράγουν έναν αριθμό συνδυασμών που για κάθε πρακτικό λόγο μπορούν να θεωρηθούν άπειροι. Η πιθανότητα να υπήρξε στο παρελθόν ή να υπάρξει στο μέλλον, μέσα σε όλο το παρατηρήσιμο σύμπαν1, κάποιος άλλος που είναι πανομοιότυπος με εμάς είναι πρακτικά μηδενική.
Το DNA είναι ένα μόριο μεγάλο. Αν μπορούσαμε κάπως να το ξεδιπλώσουμε θα έφτανε σε μήκος τουλάχιστον το ένα μέτρο. Βρίσκεται στον πυρήνα κάθε κυττάρου -ή, πιο σωστά, βρίσκεται μέσα στα χρωμοσώματα που βρίσκονται μέσα στον πυρήνα των κυττάρων- από τα οποία οι περισσότεροι άνθρωποι έχουμε 46 που κληρονομήσαμε από τους γονείς μας. 23 από τον πατέρα μας και 23 από τη μητέρα μας.
Σερεντίπιτυ
Ως οντότητα, το DNA είναι γνωστό εδώ και πολύ περισσότερο καιρό απ’ όσο ίσως φαντάζεστε. Ανακαλύφθηκε το 1869 από τον Γιόχαν Φρίντριχ Μίσερ, έναν Ελβετό επιστήμονα που εργαζόταν στο πανεπιστήμιο του Τίμπιγκεν, στη Γερμανία. Ο αρχικός σκοπός του Μίσερ ήταν να απομονώσει και να μελετήσει τις πρωτεΐνες που υπήρχαν μέσα στα λευκά αιμοσφαίρια. Επειδή του ήταν δύσκολο να βρει αρκετά «καθαρά» λευκά αιμοσφαίρια, ζήτησε από μια τοπική χειρουργική κλινική να του στέλνει τους χρησιμοποιημένους και εμποτισμένους με πύον (ίου) επιδέσμους της, καθώς το πύον είναι γεμάτο με δαύτα (με ουδετερόφιλα, συγκεκριμένα).
Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των πειραμάτων του, συνάντησε μια ουσία που είχε ασυνήθιστες χημικές ιδιότητες, διαφορετικές από τις πρωτεΐνες που αναζητούσε, με πολύ υψηλή περιεκτικότητα σε φώσφορο και άζωτο και όχι σε θείο, που έχουν οι πρωτεϊνες. Ο Μίσερ συνειδητοποίησε γρήγορα ότι είχε ανακαλύψει μια νέα ουσία και την ονόμασε νουκλεΐνη, επειδή βρισκόταν στους πυρήνες των κυττάρων (εκ του λατινικού nucleus).
Κατά μάνα κατά κύρη, κατά γιο και θυγατέρα
Η έννοια της κληρονομικότητας είναι πανάρχαια. Οι άνθρωποι γνώριζαν εμπειρικά από πάντα ότι «το μήλο πέφτει κάτω απ’ τη μηλιά» και εφάρμοζαν επιλεκτική αναπαραγωγή στα ζώα και τα φυτά για χιλιετίες. Όμως, η σκέψη ότι η κληρονομικότητα εντοπίζεται σε διακριτές μονάδες που μπορούμε να μελετήσουμε ξεχωριστά έμοιαζε τότε το ίδιο παράδοξη όσο ακούγεται σήμερα η ιδέα ότι μπορούμε να συλλάβουμε ένα στέλεχος σκέψης και να το εξετάσουμε κάτω απ’ το μικροσκόπιο.
Η κυρίαρχη αντίληψη της εποχής ήθελε τα χαρακτηριστικά των γονέων να αναμειγνύονται στους απογόνους, όπως ανακατεύονται οι μπογιές. Για παράδειγμα, αν έπαιρνες ένα ψηλό φυτό και το διασταύρωνες με ένα κοντό φυτό, οι απόγονοι θα είχαν μέτριο ύψος. Δε θα ήταν ούτε ψηλοί ούτε κοντοί, αλλά ένας μέσος όρος των γονιών τους. Οι άνθρωποι πίστευαν ότι η «ουσία» του ψηλού και η «ουσία» του κοντού είχαν αναμειχθεί και δημιούργησαν μια νέα, ενδιάμεση «ουσία» μέτριου ύψους. Αν ανακατέψεις κόκκινη και άσπρη μπογιά, φτιάχνεις ροζ. Αν τώρα πάρεις δύο κουβάδες ροζ μπογιά και τους ανακατέψεις, το μόνο που θα πάρεις θα είναι περισσότερο ροζ. Δεν μπορείς να πάρεις ξανά πίσω το αρχικό κόκκινο ή άσπρο. Παρομοίως, αν έπαιρνες δύο από αυτά τα φυτά με το μέτριο ύψος και τα διασταύρωνες, οι νέοι απόγονοι θα ήταν πάλι μέτριου ύψους. Τα αρχικά χαρακτηριστικά χάνονταν μέσα στην ανάμειξη.
Ο πρώτος που πρότεινε ότι τα γενετικά χαρακτηριστικά περνούν σε «σωματίδια» -αυτά που σήμερα λέμε γονίδια- και δεν αναμειγνύονται αλλά συνδυάζονται (και μπορούν να «κρυφτούν» και να επανεμφανιστούν σε επόμενες γενιές), ήταν ένας Αυστριακός μοναχός, ο Γκρέγκορ Γιόχαν Μέντελ, το 1866 - μόλις τρία χρόνια πριν από την ανακάλυψη του Μίσερ. Αρχικά, η δουλειά του Μέντελ αγνοήθηκε σχεδόν εξολοκλήρου, μέχρι το 1900 που ανακαλύφθηκε εκ νέου από διάφορους γενετιστές, βιολόγους και βοτανολόγους. Όμως, ακόμα και τότε, οι επιστήμονες θεωρούσαν ότι οι μονάδες της κληρονομικότητας ήταν οι πρωτεΐνες του κυτταρικού πυρήνα και όχι το DNA. Ο ίδιος ο Μίσερ, ο άνθρωπος που ανακάλυψε το DNA, είχε αυτή την άποψη.
Η ζωή είναι απίστευτα πολύπλοκη. Οι άνθρωποι έβλεπαν την τεράστια ποικιλία των ζωντανών οργανισμών και των λειτουργιών τους και τους φαινόταν απολύτως λογικό ότι το μόριο που κουβαλούσε τις οδηγίες γι’ αυτή την πολυπλοκότητα έπρεπε να είναι εξίσου πολύπλοκο. Και οι πρωτεΐνες ταίριαζαν τέλεια σε αυτό. Αποτελούνται από 20 διαφορετικά αμινοξέα, σαν ένα αλφάβητο 20 γραμμάτων, που μπορούν να συνδυαστούν σε σχεδόν άπειρες αλληλουχίες και να διπλωθούν σε τρισδιάστατες δομές που κάνουν τα πάντα, από την πέψη της τροφής μέχρι τη δόμηση των μυών. Από την άλλη, το DNA είχε μόλις τέσσερα βασικά συστατικά. Πώς ήταν ποτέ δυνατόν να γράψει κανείς το βιβλίο της ζωής σε μια γλώσσα τόσο φτωχιά;
Σαν να μην έφτανε αυτό, την εποχή εκείνη κυριαρχούσε μια πολύ ισχυρή αλλά λανθασμένη υπόθεση. Η ιδέα αυτή, γνωστή ως υπόθεση των τετρανουκλεοτιδίων, την οποία πρότεινε κυρίως ο χημικός Φίμπους Λεβίν, υποστήριζε ότι το DNA δεν ήταν απλώς φτιαγμένο από τέσσερις βάσεις, αλλά ότι αυτές οι βάσεις επαναλαμβάνονταν με έναν σταθερό, μονότονο ρυθμό (π.χ ...[A-T-C-G]-[A-T-C-G]-[A-T-C-G]...). Αν τα πράγματα ήταν έτσι, το DNA δε θα μπορούσε να αποθηκεύσει καμία πληροφορία, όπως μια λέξη που αποτελείται μόνο από “ΑΑΑΑΑ...” δε μεταφέρει κανένα νόημα.
Η πεποίθηση ότι οι πρωτεΐνες ήταν οι φορείς της κληρονομικότητας και το DNA ένα μόριο δευτερεύον, παρέμεινε ακλόνητη για δεκαετίες. Το πρώτο μεγάλο ρήγμα ήρθε το 1944. Σ’ ένα πείραμα που σήμερα θεωρείται ορόσημο, οι Όσβαλντ Έιβερι, Κόλιν Μακλίοντ και Μακλίν Μακκάρτι, απέδειξαν το αδιανόητο: όταν μετέφεραν γενετικά χαρακτηριστικά από ένα θανατηφόρο βακτήριο πνευμονίας σε ένα αβλαβές, μετατρέποντάς το κι αυτό σε θανατηφόρο, ο παράγοντας που ευθυνόταν, η μετασχηματίζουσα αρχή, δεν ήταν πρωτεΐνη. Ήταν το DNA. Παρότι η εργασία τους ήταν σχολαστική, η επιστημονική κοινότητα υποδέχθηκε τα νέα με σκεπτικισμό. Η ιδέα ότι οι πρωτεΐνες ήταν το κλειδί της κληρονομικότητας ήταν πολύ βαθιά ριζωμένη.
Ωστόσο, άρχισε δειλά δειλά να κερδίζει έδαφος. Ένας άλλος επιστήμονας, ο Έργουιν Τσάργκαφ, μελέτησε τη χημική σύσταση του DNA από διαφορετικά είδη και ανακάλυψε κάτι που ανέτρεπε την παλιά ιδέα της μονότονης επανάληψης: η ποσότητα της αδενίνης ήταν πάντα ίση με την ποσότητα της θυμίνης (Α=Τ), και η ποσότητα της γουανίνης ήταν πάντα ίση με της κυτοσίνης (G=C). Αυτό έμεινε γνωστό ως «κανόνες του Τσάργκαφ» αν και κανείς, ούτε ο ίδιος ο εμπνευστής του, δεν καταλάβαινε γιατί ίσχυε.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, το σκηνικό είχε αλλάξει. Το ερώτημα δεν ήταν πλέον αν το DNA ήταν το μόριο της κληρονομικότητας (γιατί όλα έδειχναν ότι όντως ήταν) αλλά πώς στο καλό λειτουργούσε. Το επίμαχο μόριο έπρεπε να κάνει δύο βασικά πράγματα: Πρώτον, να αποθηκεύει πληροφορία. «Οδηγίες χρήσης» για τα δομικά συστατικά ενός οργανισμού που να τους υποδεικνύει τι πρέπει να κάνουν και πώς. Δεύτερον, να αντιγράφεται. Εφόσον μιλάμε για κληρονομικότητα, οι πληροφορίες αυτές πρέπει να περνάνε από τον έναν οργανισμό στον επόμενο. Πώς αποθήκευε πληροφορία και πώς μπορούσε να αντιγράφεται το DNA; Αυτό ήταν το πρόβλημα που απαιτούσε λύση. Αν προσδιοριζόταν η δομή του, οι επιστήμονες περίμεναν -σωστά, όπως αποδείχθηκε- ότι θα μπορούσαν να κατανοήσουν και τη λειτουργία του.
Η διπλή έλικα
Στο Κινγκς Κόλετζ του Λονδίνου, ο Μόρις Γουίλκινς και η Ρόζαλιντ Φράνκλιν χρησιμοποιούσαν ακτίνες Χ για να «φωτογραφίσουν» μόρια DNA, σε μια διαδικασία που ονομάζεται κρυσταλλογραφία. Η Φράνκλιν, δουλεύοντας μεθοδικά και σχεδόν μόνη, είχε καταφέρει να παράγει τις καθαρότερες εικόνες του DNA που υπήρχαν. Μία από αυτές, γνωστή ως η θρυλική «Φωτογραφία 51» που τράβηξε ο μεταπτυχιακός της φοιτητής Ρέιμοντ Γκόσλινγκ (ουδεμία σχέση με τον Ράιαν), ήταν αποκαλυπτική. Έδειχνε ένα καθαρό «Χ», το αδιαμφισβήτητο αποτύπωμα μιας έλικας.
Την ίδια εποχή, στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, βρίσκονταν δύο νεαροί ερευνητές, ο Αμερικανός βιολόγος Τζέιμς Γουάτσον και ο Βρετανός φυσικός Φράνσις Κρικ. Οι Γουάτσον και Κρικ δεν έκαναν οι ίδιοι πειράματα κρυσταλλογραφίας αλλά προσπαθούσαν να λύσουν το πρόβλημα θεωρητικά, φτιάχνοντας φυσικά μοντέλα από μέταλλο και σύρμα και προσπαθώντας να μαντέψουν τη δομή του DNA με βάση τους χημικούς κανόνες και τα λιγοστά δεδομένα που είχαν.
Ο θρύλος λέει ότι η στιγμή «Εύρηκα!» ήρθε όταν ο Γουάτσον είδε τη Φωτογραφία 51 που είχε τραβήξει η Φράνκλιν, χωρίς την άδειά της ή τη γνώση της. Σε αυτό το αφήγημα, που διαιωνίστηκε από το βιβλίο Η Διπλή Έλικα του Γουάτσον, η Φράνκλιν παρουσιάζεται ως μια ικανή επιστήμονας μεν, που δεν μπορούσε να αποκρυπτογραφήσει τα ίδια της τα δεδομένα δε. Υποτίθεται ότι είχε αφήσει τη φωτογραφία στο συρτάρι της για μήνες χωρίς να συνειδητοποιήσει την αξία της, ενώ ο Γουάτσον κατάλαβε τι απεδείκνυε με μια ματιά.
Το 1953, οι Γουάτσον και Κρικ δημοσίευσαν ένα σύντομο άρθρο στο περιοδικό Nature, στο οποίο ανακοίνωναν την ανακάλυψη της διπλής έλικας. Εννέα χρόνια αργότερα, το 1962, οι Γουάτσον, Κρικ και Γουίλκινς (ο συνεργάτης της Φράνκλιν στο εργαστήριο) έλαβαν από κοινού το Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής. Όμως, η Ρόζαλιντ Φράνκλιν είχε πεθάνει από καρκίνο των ωοθηκών το 1958 (κατά πάσα πιθανότητα λόγω της εργασίας της με την ακτινοβολία Χ) και, σύμφωνα με την παράδοση, τα Νόμπελ δεν απονέμονται μετά θάνατον. Ωστόσο, η Φράνκλιν δεν αναφέρθηκε καν στην απονομή.
Σύμφωνα με ένα άρθρο του 2023 στο Nature από τους βιογράφους του Γουάτσον και του Κρικ, δεν ήταν η Φωτογραφία 51 το κλειδί της ανακάλυψης. Αυτό που αποδείχθηκε κρίσιμο ήταν μια σειρά από άλλα, λεπτομερή πειραματικά δεδομένα της Φράνκλιν, τα οποία οι Γουάτσον και Κρικ έλαβαν χωρίς την άδειά της σε μια «άτυπη ανταλλαγή πληροφοριών» μεταξύ αυτών και του επικεφαλής τους, Μαξ Περούτζ. Ο Περούτζ είχε πρόσβαση στα δεδομένα μέσω μιας άτυπης έκθεσης, που του δόθηκε έπειτα από επίσκεψη στο πανεπιστήμιο που δούλευε η Φράνκλιν. Τα δεδομένα βοήθησαν τους Γουάτσον και Κρικ να καταλάβουν ότι οι δύο αλυσίδες του DNA είναι αντιπαράλληλες, σχηματίζοντας μια διπλή έλικα που ενώνεται με τα ζεύγη των βάσεων (γι’ αυτό η ποσότητα της αδενίνης ήταν πάντα ίδια με την ποσότητα της θυμίνης και της γουανίνης με της κυτοσίνης - γιατί εμφανίζονταν πάντα σε ζεύγη).
Δεν έκλεψαν την ιδέα. Έκαναν τη δική τους δουλειά «δοκιμής και σφάλματος» χρησιμοποιώντας τα ακριβή, αδημοσίευτα δεδομένα της Φράνκλιν για να επιβεβαιώσουν το μοντέλο τους. Η αδικία που υπέστη η Φράνκλιν ήταν διπλή και βαθύτερη από την απλή «κλοπή» μιας φωτογραφίας. Πρώτον, η χρήση των δεδομένων της χωρίς την άδειά της ήταν, με τα σημερινά δεδομένα, αντιδεοντολογική. Στην αρχική δημοσίευση των Γουάτσον και Κρικ η συνεισφορά της Φράνκλιν, παρότι καθοριστική, ήταν εντελώς υποβαθμισμένη. Δεύτερον, η αδικία ήταν συστημική. Ως γυναίκα σ’ ένα ανδροκρατούμενο περιβάλλον, ήταν αποκλεισμένη από τον κόσμο των «άτυπων ανταλλαγών πληροφοριών» που απολάμβαναν οι Γουάτσον, Κρικ και Γουίλκινς. Αυτή η απομόνωση της έκανε τη δουλειά πιο δύσκολη, καθώς δούλευε ουσιαστικά μόνη.
Προς μια κάποια υπεράσπισή τους, σε ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε το 1954, οι Γουάτσον και Κρικ προσπάθησαν να αποκαταστήσουν την αλήθεια. Αναγνώρισαν ότι, χωρίς τα δεδομένα της Φράνκλιν, «η διατύπωση της δομής θα ήταν εξαιρετικά απίθανη, αν όχι αδύνατη». Η Ρόζαλιντ Φράνκλιν έχει εντυπωθεί στη συλλογική μνήμη ως η «αδικημένη ηρωίδα» της υπόθεσης της διπλής έλικας. Αξίζει όμως να τη θυμόμαστε όχι ως θύμα, αλλά ως ισότιμη συνεισφέρουσα σε μια μεγάλη επιστημονική επανάσταση.
Η ανακάλυψη της δομής του DNA απαντούσε άμεσα στα δύο θεμελιώδη ερωτήματα της κληρονομικότητας. Πρώτον, έλυνε το πρόβλημα της αποθήκευσης πληροφορίας. Η πληροφορία κρυβόταν στην αλληλουχία των βάσεων που λειτουργούσε σαν ένας γραμμικός, ψηφιακός κώδικας - ένα αλφάβητο τεσσάρων γραμμάτων που μπορούσε να γράψει τις «οδηγίες χρήσης» ενός ολόκληρου οργανισμού. Δεύτερον, έλυνε το μυστήριο της αντιγραφής. Καθώς η αδενίνη ζευγαρώνει πάντα με τη θυμίνη και η γουανίνη με την κυτοσίνη, οι δύο αλυσίδες της έλικας είναι συμπληρωματικές. Γνωρίζοντας τη δομή της μίας μπορείς να συμπεράνεις και τη δομή της άλλης. Το μόριο μπορούσε απλώς να «ξεφερμουαρώσει» (κατά το “unzip”) στη μέση και κάθε μία από τις παλιές αλυσίδες να χρησιμεύσει ως καλούπι για τη σύνθεση μιας νέας, συμπληρωματικής αλυσίδας, δημιουργώντας έτσι δύο πανομοιότυπα αντίγραφα του αρχικού μορίου.
Ο ρατσιστής βιολόγος
Από εκεί κι έπειτα, ο Γουάτσον συνέχισε την επιστημονική του καριέρα, προβαίνοντας ενίοτε σε ορισμένες προβληματικές έως και απαράδεκτες δηλώσεις. Το 2000, κατά τη διάρκεια μιας διάλεξης στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϊ, ο Γουάτσον μοιράστηκε την πεποίθηση ότι οι αδύνατοι άνθρωποι είναι πιο δυστυχισμένοι από τους παχύτερους και, ως εκ τούτου, πιο εργατικοί. Είπε επίσης: «Όποτε παίρνεις συνέντευξη από παχιά άτομα, νιώθεις άσχημα, γιατί ξέρεις ότι δεν πρόκειται να τους προσλάβεις» (επειδή είναι λιγότερο εργατικοί...).
Το 2003, σε ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο DNA, που προβλήθηκε στο Channel 4 στο Ηνωμένο Βασίλειο, υπονόησε ότι η ηλιθιότητα είναι μια ασθένεια που πρέπει να εξαλειφθεί. «Το κατώτερο 10% που έχει πραγματικά δυσκολίες, ακόμη και στο δημοτικό σχολείο, ποια είναι η αιτία; Πολλοί θα πουν η φτώχεια ή κάτι τέτοιο. Πιθανότατα δεν είναι αυτό. Γι’ αυτό θα ήθελα να το εξαλείψω, για να βοηθήσω αυτό το κατώτερο 10%».
Το 2007, σε μια συνέντευξη για το τότε νέο του βιβλίο, Αποφεύγοντας τους βαρετούς ανθρώπους: Μαθήματα από μια ζωή στην επιστήμη, στους Times του Λονδίνου, είπε ότι ήταν «εγγενώς απαισιόδοξος για τις προοπτικές της Αφρικής» επειδή «όλες οι κοινωνικές μας πολιτικές βασίζονται στο γεγονός ότι η νοημοσύνη τους είναι ίδια με τη δική μας - ενώ όλες οι δοκιμές δείχνουν ότι δεν είναι έτσι». Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν έχει καμία επιστημονική βάση.
Παρόμοια δήλωση επανέλαβε το 2019 στο ντοκιμαντέρ του PBS, American Masters: Decoding Watson: «Υπάρχει μια διαφορά στον μέσο όρο μεταξύ μαύρων και λευκών στα τεστ IQ, θα έλεγα ότι η διαφορά είναι γενετική».
Και άλλα κάμποσα τέτοια ρατσιστικά, σεξιστικά και ομοφοβικά σχόλια. Δεν έχει νόημα να σας κουράσω περισσότερο με αυτά.
Η ιστορία του Γουάτσον έχει κάτι το γλυκόπικρο. Η ανακάλυψη της διπλής έλικας δεν ήταν ένα απλό βήμα στην επιστήμη - ήταν ένα άλμα που εκτόξευσε την ανθρωπότητα στην εποχή της μοριακής βιολογίας. Το όνομα «Γουάτσον» θα έπρεπε να είναι χαραγμένο στην ιστορία ως συνώνυμο αυτής της διανοητικής κορυφής. Ωστόσο, οι επίμονες, αντιεπιστημονικές και βαθιά προσβλητικές του δηλώσεις δεν είναι απλώς γκάφες ενός ηλικιωμένου, νομίζω. Είναι μια συνειδητή, ρατσιστική στάση που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το πνεύμα της αντικειμενικής έρευνας. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο ίδιος ο Γουάτσον, με τις πράξεις του, ανάγκασε την επιστημονική κοινότητα και το κοινό να μην μπορούν πλέον να δουν τον λαμπρό επιστήμονα του 1953 χωρίς να βλέπουν ταυτόχρονα και τον αμετανόητο μισαλλόδοξο.
Ίσως η πιο τρανή απόδειξη ότι η επιστημονική ευφυΐα και η ηθική ακεραιότητα δεν είναι απαραίτητο να συμπορεύονται.
Μια ταπεινή υπενθύμιση: το Κοσμικό Λάτε βασίζεται στην υποστήριξη των αναγνωστών και αναγνωστριών του για να συνεχίσει να υπάρχει. Αν έφτασες μέχρι εδώ και σου άρεσε αυτό που διάβασες, μπορείς να υποστηρίξεις το Κοσμικό Λάτε και να έχεις πρόσβαση σε όλα τα γράμματα με μια συμβολική συνδρομή 15€ τον χρόνο.
Φυσικά, αν το Σύμπαν είναι άπειρο τότε οι άπειρες εκδοχές του εαυτού μας είναι μαθηματική βεβαιότητα. Εδώ μιλάμε συγκεκριμένα για το παρατηρήσιμο σύμπαν.






